Λεξισκόπιο: ετερόφυλος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-τε-ρό-φυ-λος

Μορφολογία

ετερόφυλος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοετερόφυλοςοιετερόφυλοι
Γενικήτουετερόφυλουτωνετερόφυλων
Αιτιατικήτονετερόφυλοτουςετερόφυλους
Κλητική ετερόφυλε ετερόφυλοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηετερόφυληοιετερόφυλες
Γενικήτηςετερόφυληςτωνετερόφυλων
Αιτιατικήτηνετερόφυλητιςετερόφυλες
Κλητική ετερόφυλη ετερόφυλες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοετερόφυλοταετερόφυλα
Γενικήτουετερόφυλουτωνετερόφυλων
Αιτιατικήτοετερόφυλοταετερόφυλα
Κλητική ετερόφυλο ετερόφυλα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ετερόφυλος επίθ.

Αομόφυλος2: ετερόφυλη σεξουαλικότητα

Προθήματα - Επιθήματα

ετερο- [etero]

ετερό- [eteró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ετερ- [eter] παλαιότερα, πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο έτερος (= άλλος).

1. Διαφορετικότητα

Το ετερο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, ο ετεροδημότης είναι αυτός που ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα σε διαφορετικό δήμο από εκείνον στον οποίο μένει.

ετερογαμία (βιολ.)

ετερογενής, -ής, -ές

ετερογένεια

ετερόγλωσσος, -η, -ο

ετεροδημότης

ετερόδοξος, -η, -ο

ετερόθρησκος, -η, -ο

ετερόρρυθμος, -η, -ο (νομ.)

ετερόσημος, -η, -ο

ετερόφυλος, -η, -ο

ετεροφυλόφιλος, -η, -ο

ετερώνυμος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Λέξεις με το ετερο- και βʹ συστατικό χρόνος δηλώνουν ότι μία ενέργεια γίνεται ή μετατίθεται σε άλλο χρόνο από τον κανονικό ή τον καθορισμένο.

ετεροχρονισμός

ετεροχρονισμένος, -η, -ο

ετεροχρονίζω

ετερόχρονος, -η, -ο

(επιστημ.) Το ετερο- σχηματίζει όρους της βοτανικής και της ζωολογίας.

ετεροανθή, ετερόποδα, ετερόπτερα

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. αλλο-* (π.χ. ετερόδοξος - αλλόδοξος).

ΑΝΤ Κάποιες λέξεις με ετερο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με ομο-* (π.χ. ετερόθρησκοςομόθρησκος, ετερόσημοςομόσημος), ενώ άλλες με ομοιο-* (π.χ. ετερογένειαομοιογένεια).

✔ Λέμε ότι δύο αδέρφια είναι ετεροθαλή όταν γεννήθηκαν από διαφορετικούς γονείς. Για το αντίθετο βλ. αμφι-* (αμφιθαλής).

2. Προέλευση από άλλη πηγή

Το ετερο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια δική μας ιδιότητα προέρχεται από κάποιον άλλο. Για παράδειγμα, ετερόφωτος είναι ένας πλανήτης που δεν έχει δικό του φως, αλλά φωτίζεται από άλλον.

ετεροαπασχόληση

ετεροκίνητος, -η, -ο

ετερότροφος, -η, -ο

ετερόφωτος, -η, -ο

ΑΝΤ Ορισμένες λέξεις με ετερο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με αυτο-* (π.χ. ετεροαπασχόλησηαυτοαπασχόληση, ετερόφωτοςαυτόφωτος).


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.