Λεξισκόπιο: επεξεργάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πε-ξερ-γά-ζο-μαι

Μορφολογία

επεξεργάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεξεργάζομαιεπεξεργαζόμαστε
Βεπεξεργάζεσαιεπεξεργάζεστε & επεξεργαζόσαστε προφ.
Γεπεξεργάζεταιεπεξεργάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπεξεργάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπεξεργαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεξεργάστηκα & επεξεργάσθηκα λόγ. επεξεργαστήκαμε & επεξεργασθήκαμε λόγ.
Βεπεξεργάστηκες & επεξεργάσθηκες λόγ. επεξεργαστήκατε & επεξεργασθήκατε λόγ.
Γεπεξεργάστηκε & επεξεργάσθηκε λόγ. επεξεργάστηκαν & επεξεργάσθηκαν λόγ. & επεξεργαστήκαν προφ. & επεξεργαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεξεργαστώ & επεξεργασθώ λόγ. επεξεργαστούμε & επεξεργασθούμε λόγ.
Βεπεξεργαστείς & επεξεργασθείς λόγ. επεξεργαστείτε & επεξεργασθείτε λόγ.
Γεπεξεργαστεί & επεξεργασθεί λόγ. επεξεργαστούν & επεξεργασθούν λόγ. & επεξεργασθούνε λόγ. & επεξεργαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπεξεργάσουεπεξεργαστείτε & επεξεργασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπεξεργαστεί & επεξεργασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεξεργαζόμουν & επεξεργαζόμουνα προφ. επεξεργαζόμασταν & επεξεργαζόμαστε
Βεπεξεργαζόσουν & επεξεργαζόσουνα προφ. επεξεργαζόσασταν & επεξεργαζόσαστε προφ.
Γεπεξεργαζόταν & επεξεργαζότανε προφ. επεξεργάζονταν & επεξεργαζόντανε προφ. & επεξεργαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπεξεργασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επεξεργάζομαι ρήμ.

  1. Σκατεργάζομαι: Επεξεργάζονται κομμάτια χαλκού.
  2. Σδουλεύω2
  3. Σεξετάζω2, μελετάω2: Επεξεργάστηκε με προσοχή τα στοιχεία.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.