Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ε-ξοι-κει-ω-μέ-νος
Μορφολογία
εξοικειωμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | εξοικειωμένος | οι | εξοικειωμένοι |
Γενική | του | εξοικειωμένου | των | εξοικειωμένων |
Αιτιατική | τον | εξοικειωμένο | τους | εξοικειωμένους |
Κλητική | | εξοικειωμένε | | εξοικειωμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | εξοικειωμένη | οι | εξοικειωμένες |
Γενική | της | εξοικειωμένης | των | εξοικειωμένων |
Αιτιατική | την | εξοικειωμένη | τις | εξοικειωμένες |
Κλητική | | εξοικειωμένη | | εξοικειωμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | εξοικειωμένο | τα | εξοικειωμένα |
Γενική | του | εξοικειωμένου | των | εξοικειωμένων |
Αιτιατική | το | εξοικειωμένο | τα | εξοικειωμένα |
Κλητική | | εξοικειωμένο | | εξοικειωμένα |
|
εξοικειώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειώνω | εξοικειώνουμε & εξοικειώνομε διαλ. |
Β | εξοικειώνεις | εξοικειώνετε |
Γ | εξοικειώνει | εξοικειώνουν & εξοικειώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξοικείωνε | εξοικειώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εξοικειώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικείωσα | εξοικειώσαμε |
Β | εξοικείωσες | εξοικειώσατε |
Γ | εξοικείωσε | εξοικείωσαν & εξοικειώσαν προφ. & εξοικειώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειώσω | εξοικειώσουμε & εξοικειώσομε διαλ. |
Β | εξοικειώσεις | εξοικειώσετε |
Γ | εξοικειώσει | εξοικειώσουν & εξοικειώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξοικείωσε | εξοικειώσετε & εξοικειώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εξοικειώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικείωνα | εξοικειώναμε |
Β | εξοικείωνες | εξοικειώνατε |
Γ | εξοικείωνε | εξοικείωναν & εξοικειώναν προφ. & εξοικειώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειώνομαι | εξοικειωνόμαστε |
Β | εξοικειώνεσαι | εξοικειώνεστε & εξοικειωνόσαστε προφ. |
Γ | εξοικειώνεται | εξοικειώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εξοικειώνεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειώθηκα | εξοικειωθήκαμε |
Β | εξοικειώθηκες | εξοικειωθήκατε |
Γ | εξοικειώθηκε | εξοικειώθηκαν & εξοικειωθήκαν προφ. & εξοικειωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειωθώ | εξοικειωθούμε |
Β | εξοικειωθείς | εξοικειωθείτε |
Γ | εξοικειωθεί | εξοικειωθούν & εξοικειωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εξοικειώσου | εξοικειωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εξοικειωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εξοικειωνόμουν & εξοικειωνόμουνα προφ. | εξοικειωνόμασταν & εξοικειωνόμαστε |
Β | εξοικειωνόσουν & εξοικειωνόσουνα προφ. | εξοικειωνόσασταν & εξοικειωνόσαστε προφ. |
Γ | εξοικειωνόταν & εξοικειωνότανε προφ. | εξοικειώνονταν & εξοικειωνόντανε προφ. & εξοικειωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εξοικειωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εξοικειώνω ρήμ.
Σ: συνηθίζω3: Την εξοικείωσε με την ιδέα του χωρισμού.
εξοικειώνομαι
Σ: εγκλιματίζομαι, προσαρμόζομαι
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.