Λεξισκόπιο: εξαρτώμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ξαρ-τώ-μαι

Μορφολογία

εξαρτώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτώεξαρτούμε
Βεξαρτάςεξαρτάτε
Γεξαρτάεξαρτούν
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεξαρτάτε
Ενεστώτας-Μετοχήεξαρτώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξάρτησαεξαρτήσαμε
Βεξάρτησεςεξαρτήσατε
Γεξάρτησεεξάρτησαν & εξαρτήσαν προφ. & εξαρτήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτήσωεξαρτήσουμε & εξαρτήσομε διαλ.
Βεξαρτήσειςεξαρτήσετε
Γεξαρτήσειεξαρτήσουν & εξαρτήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεξάρτησεεξαρτήσετε & εξαρτήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεξαρτήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτούσαεξαρτούσαμε
Βεξαρτούσεςεξαρτούσατε
Γεξαρτούσεεξαρτούσαν & εξαρτούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτιέμαι & εξαρτώμαιεξαρτιόμαστε & εξαρτώμεθα λόγ. & εξαρτόμαστε προφ.
Βεξαρτάσαι & εξαρτιέσαιεξαρτιέστε & εξαρτάσθε λόγ. & εξαρτάστε προφ. & εξαρτιόσαστε προφ.
Γεξαρτάται & εξαρτιέταιεξαρτιούνται & εξαρτώνται & εξαρτιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεξαρτιέστε & εξαρτάσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήεξαρτώμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτήθηκαεξαρτηθήκαμε
Βεξαρτήθηκεςεξαρτηθήκατε
Γεξαρτήθηκεεξαρτήθηκαν & εξαρτηθήκαν προφ. & εξαρτηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτηθώεξαρτηθούμε
Βεξαρτηθείςεξαρτηθείτε
Γεξαρτηθείεξαρτηθούν & εξαρτηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεξαρτήσουεξαρτηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεξαρτηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξαρτιόμουν & εξαρτιόμουνα προφ. εξαρτιόμασταν & εξαρτιόμαστε
Βεξαρτιόσουν & εξαρτιόσουνα προφ. εξαρτιόσασταν & εξαρτιόσαστε προφ.
Γεξαρτιόταν & εξαρτάτο λόγ. & εξαρτιότανε προφ. εξαρτιούνταν & εξαρτιόνταν & εξαρτώντο λόγ. & εξαρτιόντανε προφ. & εξαρτιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεξαρτημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εξαρτώ ρήμ.

Σθεωρώ ως προϋπόθεση: Εξαρτά την ευτυχία της από το γάμο.

εξαρτώμαι

Σέχω εξάρτηση: Εξαρτάται οικονομικά από τους δικούς του. Ααπεξαρτώμαι1

εξαρτάται

Σεναπόκειται λόγ., συναρτάται λόγ.: Η μείωση των πυρηνικών εξαρτάται από τη συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.