Λεξισκόπιο: εντοπίζεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ντο-πί-ζε-ται

Μορφολογία

εντοπίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπίζωεντοπίζουμε & εντοπίζομε διαλ.
Βεντοπίζειςεντοπίζετε
Γεντοπίζειεντοπίζουν & εντοπίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντόπιζεεντοπίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεντοπίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντόπισαεντοπίσαμε
Βεντόπισεςεντοπίσατε
Γεντόπισεεντόπισαν & εντοπίσαν προφ. & εντοπίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπίσωεντοπίσουμε & εντοπίσομε διαλ.
Βεντοπίσειςεντοπίσετε
Γεντοπίσειεντοπίσουν & εντοπίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντόπισεεντοπίσετε & εντοπίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεντοπίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντόπιζαεντοπίζαμε
Βεντόπιζεςεντοπίζατε
Γεντόπιζεεντόπιζαν & εντοπίζαν προφ. & εντοπίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπίζομαιεντοπιζόμαστε
Βεντοπίζεσαιεντοπίζεστε & εντοπιζόσαστε προφ.
Γεντοπίζεταιεντοπίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεντοπίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεντοπιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπίστηκα & εντοπίσθηκα λόγ. εντοπιστήκαμε & εντοπισθήκαμε λόγ.
Βεντοπίστηκες & εντοπίσθηκες λόγ. εντοπιστήκατε & εντοπισθήκατε λόγ.
Γεντοπίστηκε & εντοπίσθηκε λόγ. εντοπίστηκαν & εντοπίσθηκαν λόγ. & εντοπιστήκαν προφ. & εντοπιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπιστώ & εντοπισθώ λόγ. εντοπιστούμε & εντοπισθούμε λόγ.
Βεντοπιστείς & εντοπισθείς λόγ. εντοπιστείτε & εντοπισθείτε λόγ.
Γεντοπιστεί & εντοπισθεί λόγ. εντοπιστούν & εντοπισθούν λόγ. & εντοπισθούνε λόγ. & εντοπιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντοπίσουεντοπιστείτε & εντοπισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεντοπιστεί & εντοπισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντοπιζόμουν & εντοπιζόμουνα προφ. εντοπιζόμασταν & εντοπιζόμαστε
Βεντοπιζόσουν & εντοπιζόσουνα προφ. εντοπιζόσασταν & εντοπιζόσαστε προφ.
Γεντοπιζόταν & εντοπιζότανε προφ. εντοπίζονταν & εντοπιζόντανε προφ. & εντοπιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεντοπισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εντοπίζω ρήμ.

Σεπισημαίνω2, βρίσκω1

εντοπίζεται

Σβρίσκεται, έγκειται λόγ.: Πού εντοπίζεται η διαφορά;


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.