Λεξισκόπιο: ενανθρωπίστηκε

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ναν-θρω-πί-στη-κε

Μορφολογία

ενανθρωπίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενανθρωπίζομαιενανθρωπιζόμαστε
Βενανθρωπίζεσαιενανθρωπίζεστε & ενανθρωπιζόσαστε προφ.
Γενανθρωπίζεταιενανθρωπίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βενανθρωπίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήενανθρωπιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενανθρωπίστηκα & ενανθρωπίσθηκα λόγ. ενανθρωπιστήκαμε & ενανθρωπισθήκαμε λόγ.
Βενανθρωπίστηκες & ενανθρωπίσθηκες λόγ. ενανθρωπιστήκατε & ενανθρωπισθήκατε λόγ.
Γενανθρωπίστηκε & ενανθρωπίσθηκε λόγ. ενανθρωπίστηκαν & ενανθρωπίσθηκαν λόγ. & ενανθρωπιστήκαν προφ. & ενανθρωπιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενανθρωπιστώ & ενανθρωπισθώ λόγ. ενανθρωπιστούμε & ενανθρωπισθούμε λόγ.
Βενανθρωπιστείς & ενανθρωπισθείς λόγ. ενανθρωπιστείτε & ενανθρωπισθείτε λόγ.
Γενανθρωπιστεί & ενανθρωπισθεί λόγ. ενανθρωπιστούν & ενανθρωπισθούν λόγ. & ενανθρωπισθούνε λόγ. & ενανθρωπιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενανθρωπίσουενανθρωπιστείτε & ενανθρωπισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοενανθρωπιστεί & ενανθρωπισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενανθρωπιζόμουν & ενανθρωπιζόμουνα προφ. ενανθρωπιζόμασταν & ενανθρωπιζόμαστε
Βενανθρωπιζόσουν & ενανθρωπιζόσουνα προφ. ενανθρωπιζόσασταν & ενανθρωπιζόσαστε προφ.
Γενανθρωπιζόταν & ενανθρωπιζότανε προφ. ενανθρωπίζονταν & ενανθρωπιζόντανε προφ. & ενανθρωπιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήενανθρωπισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ενανθρωπίστηκε ρήμ. ΘΕΟΛ.

Σενσαρκώθηκε λόγ.: Ο Υιός του Θεού ενανθρωπίστηκε.


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.