Λεξισκόπιο: εθελοτυφλώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-θε-λο-τυ-φλώ

Μορφολογία

εθελοτυφλώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεθελοτυφλώεθελοτυφλούμε
Βεθελοτυφλείςεθελοτυφλείτε
Γεθελοτυφλείεθελοτυφλούν & εθελοτυφλούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεθελοτυφλείτε
Ενεστώτας-Μετοχήεθελοτυφλώντας
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεθελοτυφλούσαεθελοτυφλούσαμε
Βεθελοτυφλούσεςεθελοτυφλούσατε
Γεθελοτυφλούσεεθελοτυφλούσαν & εθελοτυφλούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

εθελοτυφλώ ρήμ.

Σκλείνω τα μάτια, αυταπατώμαι, βαυκαλίζομαι

Προθήματα - Επιθήματα

εθελο- [eθelo]

εθελό- [eθeló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα εθέλω.

1. Με τη θέλησή μου

Το εθελο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κατάσταση συμβαίνει ή υπάρχει με την προαίρεση κάποιου. Για παράδειγμα, η εθελοθυσία είναι μια θυσία που γίνεται με τη θέληση εκείνου που θυσιάζεται, ενώ ο εθελόκακος είναι ηθελημένα κακός.

εθελοδουλία

εθελόδουλος, -η, -ο

εθελοτυφλώ

εθελοθυσία

εθελόκακος, -η, -ο

εθελοτυφλία

εθελότυφλος, -η, -ο

▶ Από το ρήμα εθέλω σχηματίζονται επίσης τα ουσιαστικά εθελοντής, εθελόντρια (από το θέμα εθελοντ- της μετοχής εθέλων) και το επίθετο εθελούσιος (κατ' αναλογία προς το συνώνυμο εκούσιος).


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.