Λεξισκόπιο: δωροδοκώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δω-ρο-δο-κώ

Μορφολογία

δωροδοκώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκώδωροδοκούμε
Βδωροδοκείςδωροδοκείτε
Γδωροδοκείδωροδοκούν & δωροδοκούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδωροδοκείτε
Ενεστώτας-Μετοχήδωροδοκώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδόκησαδωροδοκήσαμε
Βδωροδόκησεςδωροδοκήσατε
Γδωροδόκησεδωροδόκησαν & δωροδοκήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκήσωδωροδοκήσουμε & δωροδοκήσομε διαλ.
Βδωροδοκήσειςδωροδοκήσετε
Γδωροδοκήσειδωροδοκήσουν & δωροδοκήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδωροδόκησεδωροδοκήσετε & δωροδοκήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδωροδοκήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκούσαδωροδοκούσαμε
Βδωροδοκούσεςδωροδοκούσατε
Γδωροδοκούσεδωροδοκούσαν & δωροδοκούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκούμαιδωροδοκούμαστε προφ.
Βδωροδοκείσαιδωροδοκείστε
Γδωροδοκείταιδωροδοκούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδωροδοκείστε
Ενεστώτας-Μετοχήδωροδοκούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκήθηκαδωροδοκηθήκαμε
Βδωροδοκήθηκεςδωροδοκηθήκατε
Γδωροδοκήθηκεδωροδοκήθηκαν & δωροδοκηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκηθώδωροδοκηθούμε
Βδωροδοκηθείςδωροδοκηθείτε
Γδωροδοκηθείδωροδοκηθούν & δωροδοκηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδωροδοκήσουδωροδοκηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδωροδοκηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδωροδοκούμουν προφ. δωροδοκούμασταν προφ. & δωροδοκούμαστε προφ.
Β------
Γδωροδοκείτο λόγ. & δωροδοκούνταν προφ. δωροδοκούντο λόγ. & δωροδοκούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδωροδοκημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

δωροδοκώ ρήμ.

Σχρηματίζω2, εξαγοράζω2, λαδώνω3 προφ.

δωροδοκούμαι

Σδωροληπτώ λόγ., χρηματίζομαι, εξαγοράζομαι, λαδώνομαι προφ.


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.