Λεξισκόπιο: δροσίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δρο-σί-ζο-μαι

Μορφολογία

δροσίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσίζωδροσίζουμε & δροσίζομε διαλ.
Βδροσίζειςδροσίζετε
Γδροσίζειδροσίζουν & δροσίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδρόσιζεδροσίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήδροσίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδρόσισαδροσίσαμε
Βδρόσισεςδροσίσατε
Γδρόσισεδρόσισαν & δροσίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσίσωδροσίσουμε & δροσίσομε διαλ.
Βδροσίσειςδροσίσετε
Γδροσίσειδροσίσουν & δροσίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδρόσισεδροσίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδροσίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδρόσιζαδροσίζαμε
Βδρόσιζεςδροσίζατε
Γδρόσιζεδρόσιζαν & δροσίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσίζομαιδροσιζόμαστε
Βδροσίζεσαιδροσίζεστε & δροσιζόσαστε προφ.
Γδροσίζεταιδροσίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδροσίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδροσιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσίστηκαδροσιστήκαμε
Βδροσίστηκεςδροσιστήκατε
Γδροσίστηκεδροσίστηκαν & δροσιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσιστώδροσιστούμε
Βδροσιστείςδροσιστείτε
Γδροσιστείδροσιστούν & δροσιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδροσίσουδροσιστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδροσιστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδροσιζόμουν & δροσιζόμουνα προφ. δροσιζόμασταν & δροσιζόμαστε
Βδροσιζόσουν & δροσιζόσουνα προφ. δροσιζόσασταν & δροσιζόσαστε προφ.
Γδροσιζόταν & δροσιζότανε προφ. δροσίζονταν & δροσιζόντανε προφ. & δροσιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδροσισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

δροσίζομαι ρήμ.

Σξεδιψάω, σβήνω τη δίψα μου


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.