Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
δι-φο-ρού-με-νος
διφορούμενος επίθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
διφορούμενος επίθ.
Σ: αμφιλεγόμενος, ασαφής: διφορούμενη στάση
δι- [δi]
δί- [δí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
δισ- [δis] και δίσ- [δís] σπανιότερα
δυ- [δi] σπάνια
Οι τύποι δι- και δισ- προέρχονται από το επίρρημα δις (= δύο φορές), ενώ ο τύπος δυ- από το απόλυτο αριθμητικό δύο.
1. Δύο μέρη
Το δι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποτελείται από δύο όμοια μέρη. Για παράδειγμα, το δισέλιδο αποτελείται από δύο σελίδες.
διαρχία / δυαρχία | δίγαμος, -η, -ο |
διγλωσσία | δίγλωσσος, -η, -ο |
διετία | δίδυμος, -η, -ο |
δίευρο (= νόμισμα δύο ευρώ) | διετής, -ής, -ές |
δίζυγο (αθλητ.) | διήμερος, -η, -ο |
διημερίδα | διθέσιος, -α, -ο |
δίκαννο | δίκλινος, -η, -ο |
δίκοχο | δίκροκος, -η, -ο |
δίκυκλο | δίπατος, -η, -ο |
δίπολο | δίπορτος, -η, -ο |
δίστρατο | διπρόσωπος, -η, -ο |
δίτερμα | δίπτωτος, -η, -ο (γραμμ.) |
δίφραγκο | δισέλιδος, -η, -ο |
δίστηλος, -η, -ο | |
δίστιχος, -η, -ο | |
δισύλλαβος, -η, -ο (γραμμ.) | |
δίτομος, -η, -ο | |
δίτροχος, -η, -ο | |
διφορούμενος, -η, -ο (= που έχει δύο ερμηνείες) | |
δίχορδος, -η, -ο | |
δίχρονος, -η, -ο | |
διώροφος, -η, -ο |
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Το δυ- παραπέμπει κυρίως σε παράγωγα του δύο όπως δυάδα, δυάρι, δυϊσμός καθώς και συνδυάζω, συνδυασμός.
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις που σχηματίζονται με το δια-* όπως δι-όπτρα, δι-εθνής.
-φορ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-φορώ [foró]
Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.
Ουσιαστικά
-φορέας [foréas]
Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.
-φόρηση [fórisi]
Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.
-φορία [foría]
Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.
-φορος [foros]
Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.
-φόρος [fóros]
Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.
✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.
Επίθετα
-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό
Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.
-φορος [foros], -φορη, -φορο
Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).
-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο
Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).
✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.
10 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
✔ Σπανιότεροι είναι οι τύποι με το δισ-.
δισεκατομμυριούχος
δισδιάστατος, -η, -ο
δίσεκτος, -η, -ο
δισυπόστατος, -η, -ο
✔ Το δισ- προσδίδει τη σημασία της δεύτερης γενιάς στις λέξεις δισέγγονος, δισέγγονη και δισέγγονο.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Το δι- (σπανιότερα το δισ-) σχηματίζει λέξεις από το λεξιλόγιο της χημείας, της φυσικής και της βοτανικής.
διοξείδιο (χημ.)
διατομικός, -ή, -ό (χημ.)
διοξίνη (χημ.)
δικοτυλήδονος, -η, -ο (βοτ.)
δίπολος, -η, -ο (φυσ.)
διπύρηνος, -η, -ο (βοτ.)
δισανθρακικός, -ή, -ό (χημ.)
δισθενής, -ής, -ές (χημ.)
διφασικός, -ή, -ό (φυσ.)
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. μισο-*, ημι-*, μονο-*, τρι-*, τετρα-*, πεντα-*, δεκα-*, χιλιο-*.