Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
δι-εκ-πε-ραι-ώ-νω
Μορφολογία
διεκπεραιώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιώνω | διεκπεραιώνουμε & διεκπεραιώνομε διαλ. |
Β | διεκπεραιώνεις | διεκπεραιώνετε |
Γ | διεκπεραιώνει | διεκπεραιώνουν & διεκπεραιώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διεκπεραίωνε | διεκπεραιώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | διεκπεραιώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραίωσα | διεκπεραιώσαμε |
Β | διεκπεραίωσες | διεκπεραιώσατε |
Γ | διεκπεραίωσε | διεκπεραίωσαν & διεκπεραιώσαν προφ. & διεκπεραιώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιώσω | διεκπεραιώσουμε & διεκπεραιώσομε διαλ. |
Β | διεκπεραιώσεις | διεκπεραιώσετε |
Γ | διεκπεραιώσει | διεκπεραιώσουν & διεκπεραιώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διεκπεραίωσε | διεκπεραιώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | διεκπεραιώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραίωνα | διεκπεραιώναμε |
Β | διεκπεραίωνες | διεκπεραιώνατε |
Γ | διεκπεραίωνε | διεκπεραίωναν & διεκπεραιώναν προφ. & διεκπεραιώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιώνομαι | διεκπεραιωνόμαστε |
Β | διεκπεραιώνεσαι | διεκπεραιώνεστε & διεκπεραιωνόσαστε προφ. |
Γ | διεκπεραιώνεται | διεκπεραιώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | διεκπεραιώνεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | διεκπεραιούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιώθηκα | διεκπεραιωθήκαμε |
Β | διεκπεραιώθηκες | διεκπεραιωθήκατε |
Γ | διεκπεραιώθηκε | διεκπεραιώθηκαν & διεκπεραιωθήκαν προφ. & διεκπεραιωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιωθώ | διεκπεραιωθούμε |
Β | διεκπεραιωθείς | διεκπεραιωθείτε |
Γ | διεκπεραιωθεί | διεκπεραιωθούν & διεκπεραιωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διεκπεραιώσου | διεκπεραιωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | διεκπεραιωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διεκπεραιωνόμουν & διεκπεραιωνόμουνα προφ. | διεκπεραιωνόμασταν & διεκπεραιωνόμαστε |
Β | διεκπεραιωνόσουν & διεκπεραιωνόσουνα προφ. | διεκπεραιωνόσασταν & διεκπεραιωνόσαστε προφ. |
Γ | διεκπεραιωνόταν & διεκπεραιωνότανε προφ. | διεκπεραιώνονταν & διεκπεραιωνόντανε προφ. & διεκπεραιωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | διεκπεραιωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
διεκπεραιώνω ρήμ.
- Σ: φέρνω εις πέρας λόγ., ολοκληρώνω2
- Σ: κάνω διεκπεραίωση
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.