Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
δι-α-χω-ρί-ζω
Μορφολογία
διαχωρίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωρίζω | διαχωρίζουμε & διαχωρίζομε διαλ. |
Β | διαχωρίζεις | διαχωρίζετε |
Γ | διαχωρίζει | διαχωρίζουν & διαχωρίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διαχώριζε | διαχωρίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | διαχωρίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχώρισα | διαχωρίσαμε |
Β | διαχώρισες | διαχωρίσατε |
Γ | διαχώρισε | διαχώρισαν & διαχωρίσαν προφ. & διαχωρίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωρίσω | διαχωρίσουμε & διαχωρίσομε διαλ. |
Β | διαχωρίσεις | διαχωρίσετε |
Γ | διαχωρίσει | διαχωρίσουν & διαχωρίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διαχώρισε | διαχωρίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | διαχωρίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχώριζα | διαχωρίζαμε |
Β | διαχώριζες | διαχωρίζατε |
Γ | διαχώριζε | διαχώριζαν & διαχωρίζαν προφ. & διαχωρίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωρίζομαι | διαχωριζόμαστε |
Β | διαχωρίζεσαι | διαχωρίζεστε & διαχωριζόσαστε προφ. |
Γ | διαχωρίζεται | διαχωρίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | διαχωρίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | διαχωριζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωρίστηκα & διαχωρίσθηκα λόγ. | διαχωριστήκαμε & διαχωρισθήκαμε λόγ. |
Β | διαχωρίστηκες & διαχωρίσθηκες λόγ. | διαχωριστήκατε & διαχωρισθήκατε λόγ. |
Γ | διαχωρίστηκε & διαχωρίσθηκε λόγ. | διαχωρίστηκαν & διαχωρίσθηκαν λόγ. & διαχωριστήκαν προφ. & διαχωριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωριστώ & διαχωρισθώ λόγ. | διαχωριστούμε & διαχωρισθούμε λόγ. |
Β | διαχωριστείς & διαχωρισθείς λόγ. | διαχωριστείτε & διαχωρισθείτε λόγ. |
Γ | διαχωριστεί & διαχωρισθεί λόγ. | διαχωριστούν & διαχωρισθούν λόγ. & διαχωρισθούνε λόγ. & διαχωριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | διαχωρίσου | διαχωριστείτε & διαχωρισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | διαχωριστεί & διαχωρισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | διαχωριζόμουν & διαχωριζόμουνα προφ. | διαχωριζόμασταν & διαχωριζόμαστε |
Β | διαχωριζόσουν & διαχωριζόσουνα προφ. | διαχωριζόσασταν & διαχωριζόσαστε προφ. |
Γ | διαχωριζόταν & διαχωριζότανε προφ. | διαχωρίζονταν & διαχωριζόντανε προφ. & διαχωριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | διαχωρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
διαχωρίζω ρήμ.
Σ: διακρίνω1 Α: συνδέω2, συσχετίζω1
5 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.