Λεξισκόπιο: διασκεδάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-α-σκε-δά-ζω

Μορφολογία

διασκεδάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδάζωδιασκεδάζουμε & διασκεδάζομε διαλ.
Βδιασκεδάζειςδιασκεδάζετε
Γδιασκεδάζειδιασκεδάζουν & διασκεδάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιασκέδαζεδιασκεδάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιασκεδάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκέδασαδιασκεδάσαμε
Βδιασκέδασεςδιασκεδάσατε
Γδιασκέδασεδιασκέδασαν & διασκεδάσαν προφ. & διασκεδάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδάσωδιασκεδάσουμε & διασκεδάσομε διαλ.
Βδιασκεδάσειςδιασκεδάσετε
Γδιασκεδάσειδιασκεδάσουν & διασκεδάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιασκέδασεδιασκεδάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιασκεδάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκέδαζαδιασκεδάζαμε
Βδιασκέδαζεςδιασκεδάζατε
Γδιασκέδαζεδιασκέδαζαν & διασκεδάζαν προφ. & διασκεδάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδάζομαιδιασκεδαζόμαστε
Βδιασκεδάζεσαιδιασκεδάζεστε & διασκεδαζόσαστε προφ.
Γδιασκεδάζεταιδιασκεδάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιασκεδάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδιασκεδαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδάστηκα & διασκεδάσθηκα λόγ. διασκεδαστήκαμε & διασκεδασθήκαμε λόγ.
Βδιασκεδάστηκες & διασκεδάσθηκες λόγ. διασκεδαστήκατε & διασκεδασθήκατε λόγ.
Γδιασκεδάστηκε & διασκεδάσθηκε λόγ. διασκεδάστηκαν & διασκεδάσθηκαν λόγ. & διασκεδαστήκαν προφ. & διασκεδαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδαστώ & διασκεδασθώ λόγ. διασκεδαστούμε & διασκεδασθούμε λόγ.
Βδιασκεδαστείς & διασκεδασθείς λόγ. διασκεδαστείτε & διασκεδασθείτε λόγ.
Γδιασκεδαστεί & διασκεδασθεί λόγ. διασκεδαστούν & διασκεδασθούν λόγ. & διασκεδασθούνε λόγ. & διασκεδαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιασκεδάσουδιασκεδαστείτε & διασκεδασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδιασκεδαστεί & διασκεδασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιασκεδαζόμουν & διασκεδαζόμουνα προφ. διασκεδαζόμασταν & διασκεδαζόμαστε
Βδιασκεδαζόσουν & διασκεδαζόσουνα προφ. διασκεδαζόσασταν & διασκεδαζόσαστε προφ.
Γδιασκεδαζόταν & διασκεδαζότανε προφ. διασκεδάζονταν & διασκεδαζόντανε προφ. & διασκεδαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιασκεδασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διασκεδάζω ρήμ.

  1. Σψυχαγωγούμαι, γλεντάω1, ξεσκάω, ξεδίνω1 προφ.
  2. Σψυχαγωγώ, τέρπω λόγ.
  3.  λόγ. Σδιαλύω4, σκορπίζω4: Διασκεδάζω τις υποψίες.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.