Λεξισκόπιο: διαβεβαιώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δι-α-βε-βαι-ώ-νω

Μορφολογία

διαβεβαιώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιώνωδιαβεβαιώνουμε & διαβεβαιώνομε διαλ.
Βδιαβεβαιώνειςδιαβεβαιώνετε
Γδιαβεβαιώνειδιαβεβαιώνουν & διαβεβαιώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαβεβαίωνεδιαβεβαιώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήδιαβεβαιώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαίωσαδιαβεβαιώσαμε
Βδιαβεβαίωσεςδιαβεβαιώσατε
Γδιαβεβαίωσεδιαβεβαίωσαν & διαβεβαιώσαν προφ. & διαβεβαιώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιώσωδιαβεβαιώσουμε & διαβεβαιώσομε διαλ.
Βδιαβεβαιώσειςδιαβεβαιώσετε
Γδιαβεβαιώσειδιαβεβαιώσουν & διαβεβαιώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαβεβαίωσεδιαβεβαιώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιαβεβαιώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαίωναδιαβεβαιώναμε
Βδιαβεβαίωνεςδιαβεβαιώνατε
Γδιαβεβαίωνεδιαβεβαίωναν & διαβεβαιώναν προφ. & διαβεβαιώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιώνομαιδιαβεβαιωνόμαστε
Βδιαβεβαιώνεσαιδιαβεβαιώνεστε & διαβεβαιωνόσαστε προφ.
Γδιαβεβαιώνεταιδιαβεβαιώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδιαβεβαιώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιώθηκαδιαβεβαιωθήκαμε
Βδιαβεβαιώθηκεςδιαβεβαιωθήκατε
Γδιαβεβαιώθηκεδιαβεβαιώθηκαν & διαβεβαιωθήκαν προφ. & διαβεβαιωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιωθώδιαβεβαιωθούμε
Βδιαβεβαιωθείςδιαβεβαιωθείτε
Γδιαβεβαιωθείδιαβεβαιωθούν & διαβεβαιωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδιαβεβαιώσουδιαβεβαιωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδιαβεβαιωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδιαβεβαιωνόμουν & διαβεβαιωνόμουνα προφ. διαβεβαιωνόμασταν & διαβεβαιωνόμαστε
Βδιαβεβαιωνόσουν & διαβεβαιωνόσουνα προφ. διαβεβαιωνόσασταν & διαβεβαιωνόσαστε προφ.
Γδιαβεβαιωνόταν & διαβεβαιωνότανε προφ. διαβεβαιώνονταν & διαβεβαιωνόντανε προφ. & διαβεβαιωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδιαβεβαιωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

διαβεβαιώνω ρήμ.

  1. Σβεβαιώνω1: Σας διαβεβαιώνω ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
  2. Συπόσχομαι2, εγγυώμαι2: Οι αρμόδιοι διαβεβαίωσαν ότι θα δοθεί λύση για τους συμβασιούχους.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.