Λεξισκόπιο: βρέχεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βρέ-χε-ται

Μορφολογία

βρέχω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβρέχωβρέχουμε & βρέχομε διαλ.
Ββρέχειςβρέχετε
Γβρέχειβρέχουν & βρέχουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββρέχεβρέχετε
Ενεστώτας-Μετοχήβρέχοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβρεξαβρέξαμε
Βέβρεξεςβρέξατε
Γέβρεξεέβρεξαν & βρέξαν προφ. & βρέξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβρέξωβρέξουμε & βρέξομε διαλ.
Ββρέξειςβρέξετε
Γβρέξειβρέξουν & βρέξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββρέξεβρέξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβρέξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβρεχαβρέχαμε
Βέβρεχεςβρέχατε
Γέβρεχεέβρεχαν & βρέχαν προφ. & βρέχανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβρέχομαιβρεχόμαστε
Ββρέχεσαιβρέχεστε & βρεχόσαστε προφ.
Γβρέχεταιβρέχονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββρέχεστε
Ενεστώτας-Μετοχήβρεχόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβράχηκα & βρέχτηκαβραχήκαμε & βρεχτήκαμε
Ββράχηκες & βρέχτηκεςβραχήκατε & βρεχτήκατε
Γβράχηκε & βρέχτηκεβράχηκαν & βρέχτηκαν & βραχήκαν προφ. & βραχήκανε προφ. & βρεχτήκαν προφ. & βρεχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβραχώ & βρεχτώβραχούμε & βρεχτούμε
Ββραχείς & βρεχτείςβραχείτε & βρεχτείτε
Γβραχεί & βρεχτείβραχούν & βρεχτούν & βραχούνε προφ. & βρεχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββρέξουβραχείτε & βρεχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβραχεί & βρεχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβρεχόμουν & βρεχόμουνα προφ. βρεχόμασταν & βρεχόμαστε
Ββρεχόσουν & βρεχόσουνα προφ. βρεχόσασταν & βρεχόσαστε προφ.
Γβρεχόταν & βρεχότανε προφ. βρέχονταν & βρεχόντανε προφ. & βρεχόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβρεγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βρέχω ρήμ.

  1. Σκαταβρέχω1: Έβρεξε το γκαζόν.
  2. Συγραίνω: Έβρεξε τα χείλη της.
  3. Σμουσκεύω1: Έβρεξε τα ρούχα της.
  4. Σκατουράω2 προφ.: Το μωρό βρέχει το βράδυ το στρώμα του.

βρέχει

  1. Σρίχνει βροχή, πέφτει βροχή
  2. Σπεριβρέχει: Η Μεσόγειος βρέχει την Ελλάδα.

ΕΚΦ: τις βρέχω, βρέχομαι ως το κόκαλο, πέρα βρέχει


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.