Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-σφα-λί-ζω
Μορφολογία
ασφαλίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλίζω | ασφαλίζουμε & ασφαλίζομε διαλ. |
Β | ασφαλίζεις | ασφαλίζετε |
Γ | ασφαλίζει | ασφαλίζουν & ασφαλίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ασφάλιζε | ασφαλίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ασφαλίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφάλισα | ασφαλίσαμε |
Β | ασφάλισες | ασφαλίσατε |
Γ | ασφάλισε | ασφάλισαν & ασφαλίσαν προφ. & ασφαλίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλίσω | ασφαλίσουμε & ασφαλίσομε διαλ. |
Β | ασφαλίσεις | ασφαλίσετε |
Γ | ασφαλίσει | ασφαλίσουν & ασφαλίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ασφάλισε | ασφαλίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ασφαλίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφάλιζα | ασφαλίζαμε |
Β | ασφάλιζες | ασφαλίζατε |
Γ | ασφάλιζε | ασφάλιζαν & ασφαλίζαν προφ. & ασφαλίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλίζομαι | ασφαλιζόμαστε |
Β | ασφαλίζεσαι | ασφαλίζεστε & ασφαλιζόσαστε προφ. |
Γ | ασφαλίζεται | ασφαλίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ασφαλιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλίστηκα & ασφαλίσθηκα λόγ. | ασφαλιστήκαμε & ασφαλισθήκαμε λόγ. |
Β | ασφαλίστηκες & ασφαλίσθηκες λόγ. | ασφαλιστήκατε & ασφαλισθήκατε λόγ. |
Γ | ασφαλίστηκε & ασφαλίσθηκε λόγ. | ασφαλίστηκαν & ασφαλίσθηκαν λόγ. & ασφαλιστήκαν προφ. & ασφαλιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλιστώ & ασφαλισθώ λόγ. | ασφαλιστούμε & ασφαλισθούμε λόγ. |
Β | ασφαλιστείς & ασφαλισθείς λόγ. | ασφαλιστείτε & ασφαλισθείτε λόγ. |
Γ | ασφαλιστεί & ασφαλισθεί λόγ. | ασφαλιστούν & ασφαλισθούν λόγ. & ασφαλισθούνε λόγ. & ασφαλιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ασφαλίσου | ασφαλιστείτε & ασφαλισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ασφαλιστεί & ασφαλισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ασφαλιζόμουν & ασφαλιζόμουνα προφ. | ασφαλιζόμασταν & ασφαλιζόμαστε |
Β | ασφαλιζόσουν & ασφαλιζόσουνα προφ. | ασφαλιζόσασταν & ασφαλιζόσαστε προφ. |
Γ | ασφαλιζόταν & ασφαλιζότανε προφ. | ασφαλίζονταν & ασφαλιζόντανε προφ. & ασφαλιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ασφαλισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ασφαλίζω ρήμ.
- Σ: σιγουρεύω1, σιγουράρω προφ.
- Σ: κλείνω2, κλειδώνω1, μανταλώνω, αμπαρώνω Α: απασφαλίζω
- Σ: κάνω ασφάλιση
5 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.