Λεξισκόπιο: ασθενικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-σθε-νι-κός

Μορφολογία

ασθενικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοασθενικόςοιασθενικοί
Γενικήτουασθενικούτωνασθενικών
Αιτιατικήτονασθενικότουςασθενικούς
Κλητική ασθενικέ ασθενικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηασθενικήοιασθενικές
Γενικήτηςασθενικήςτωνασθενικών
Αιτιατικήτηνασθενικήτιςασθενικές
Κλητική ασθενική ασθενικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοασθενικόταασθενικά
Γενικήτουασθενικούτωνασθενικών
Αιτιατικήτοασθενικόταασθενικά
Κλητική ασθενικό ασθενικά

ασθενικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοασθενικότεροςοιασθενικότεροι
Γενικήτουασθενικότερουτωνασθενικότερων
Αιτιατικήτονασθενικότεροτουςασθενικότερους
Κλητική ασθενικότερε ασθενικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηασθενικότερηοιασθενικότερες
Γενικήτηςασθενικότερηςτωνασθενικότερων
Αιτιατικήτηνασθενικότερητιςασθενικότερες
Κλητική ασθενικότερη ασθενικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοασθενικότεροταασθενικότερα
Γενικήτουασθενικότερουτωνασθενικότερων
Αιτιατικήτοασθενικότεροταασθενικότερα
Κλητική ασθενικότερο ασθενικότερα

ασθενικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοασθενικότατοςοιασθενικότατοι
Γενικήτουασθενικότατουτωνασθενικότατων
Αιτιατικήτονασθενικότατοτουςασθενικότατους
Κλητική ασθενικότατε ασθενικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηασθενικότατηοιασθενικότατες
Γενικήτηςασθενικότατηςτωνασθενικότατων
Αιτιατικήτηνασθενικότατητιςασθενικότατες
Κλητική ασθενικότατη ασθενικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοασθενικότατοταασθενικότατα
Γενικήτουασθενικότατουτωνασθενικότατων
Αιτιατικήτοασθενικότατοταασθενικότατα
Κλητική ασθενικότατο ασθενικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ασθενικός επίθ.

  1. Σφιλάσθενος, αρρωστιάρης: ασθενική κράση Αανθεκτικός2
  2. Σκαχεκτικός: ασθενικό σώμα Αγεροδεμένος

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.