Λεξισκόπιο: αρχαιότατος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αρ-χαι-ό-τα-τος

Μορφολογία

αρχαίος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαρχαίοςοιαρχαίοι
Γενικήτουαρχαίουτωναρχαίων
Αιτιατικήτοναρχαίοτουςαρχαίους
Κλητική αρχαίε αρχαίοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαρχαίαοιαρχαίες
Γενικήτηςαρχαίαςτωναρχαίων
Αιτιατικήτηναρχαίατιςαρχαίες
Κλητική αρχαία αρχαίες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαρχαίοτααρχαία
Γενικήτουαρχαίουτωναρχαίων
Αιτιατικήτοαρχαίοτααρχαία
Κλητική αρχαίο αρχαία

αρχαιότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαρχαιότεροςοιαρχαιότεροι
Γενικήτουαρχαιότερουτωναρχαιότερων
Αιτιατικήτοναρχαιότεροτουςαρχαιότερους
Κλητική αρχαιότερε αρχαιότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαρχαιότερηοιαρχαιότερες
Γενικήτηςαρχαιότερηςτωναρχαιότερων
Αιτιατικήτηναρχαιότερητιςαρχαιότερες
Κλητική αρχαιότερη αρχαιότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαρχαιότεροτααρχαιότερα
Γενικήτουαρχαιότερουτωναρχαιότερων
Αιτιατικήτοαρχαιότεροτααρχαιότερα
Κλητική αρχαιότερο αρχαιότερα

αρχαιότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαρχαιότατοςοιαρχαιότατοι
Γενικήτουαρχαιότατουτωναρχαιότατων
Αιτιατικήτοναρχαιότατοτουςαρχαιότατους
Κλητική αρχαιότατε αρχαιότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαρχαιότατηοιαρχαιότατες
Γενικήτηςαρχαιότατηςτωναρχαιότατων
Αιτιατικήτηναρχαιότατητιςαρχαιότατες
Κλητική αρχαιότατη αρχαιότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαρχαιότατοτααρχαιότατα
Γενικήτουαρχαιότατουτωναρχαιότατων
Αιτιατικήτοαρχαιότατοτααρχαιότατα
Κλητική αρχαιότατο αρχαιότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αρχαιότατος επίθ.

Σπανάρχαιος: αρχαιότατο έθιμο


αρχαίος επίθ.

Σπαμπάλαιος: Έχει μια αρχαία Σεβρολέτ.


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.