Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
αρ-πά-ζο-μαι
Μορφολογία
αρπάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπάζω | αρπάζουμε & αρπάζομε διαλ. |
Β | αρπάζεις | αρπάζετε |
Γ | αρπάζει | αρπάζουν & αρπάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | άρπαζε | αρπάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αρπάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | άρπαξα | αρπάξαμε |
Β | άρπαξες | αρπάξατε |
Γ | άρπαξε | άρπαξαν & αρπάξαν προφ. & αρπάξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπάξω | αρπάξουμε & αρπάξομε διαλ. |
Β | αρπάξεις | αρπάξετε |
Γ | αρπάξει | αρπάξουν & αρπάξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | άρπαξε | αρπάξετε & αρπάξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αρπάξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | άρπαζα | αρπάζαμε |
Β | άρπαζες | αρπάζατε |
Γ | άρπαζε | άρπαζαν & αρπάζαν προφ. & αρπάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπάζομαι | αρπαζόμαστε |
Β | αρπάζεσαι | αρπάζεστε & αρπαζόσαστε προφ. |
Γ | αρπάζεται | αρπάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αρπαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπάχτηκα & αρπάχθηκα λόγ. | αρπαχτήκαμε & αρπαχθήκαμε λόγ. |
Β | αρπάχτηκες & αρπάχθηκες λόγ. | αρπαχτήκατε & αρπαχθήκατε λόγ. |
Γ | αρπάχτηκε & αρπάχθηκε λόγ. | αρπάχτηκαν & αρπάχθηκαν λόγ. & αρπαχτήκαν προφ. & αρπαχτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπαχτώ & αρπαχθώ λόγ. | αρπαχτούμε & αρπαχθούμε λόγ. |
Β | αρπαχτείς & αρπαχθείς λόγ. | αρπαχτείτε & αρπαχθείτε λόγ. |
Γ | αρπαχτεί & αρπαχθεί λόγ. | αρπαχτούν & αρπαχθούν λόγ. & αρπαχθούνε λόγ. & αρπαχτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αρπάξου | αρπαχτείτε & αρπαχθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αρπαχτεί & αρπαχθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αρπαζόμουν & αρπαζόμουνα προφ. | αρπαζόμασταν & αρπαζόμαστε |
Β | αρπαζόσουν & αρπαζόσουνα προφ. | αρπαζόσασταν & αρπαζόσαστε προφ. |
Γ | αρπαζόταν & αρπαζότανε προφ. | αρπάζονταν & αρπαζόντανε προφ. & αρπαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αρπαγμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αρπάζω ρήμ.
- Σ: αδράχνω, γραπώνω, πιάνω3: Άρπαξε το σακάκι του και έφυγε.
- Σ: ληστεύω, ξαφρίζω λαϊκ., σουφρώνω2 προφ.: Άνοιξαν το σπίτι και τ' άρπαξαν όλα.
- Σ: απάγω, κλέβω4: Άρπαξαν τη νύφη.
- Σ: προσβάλλομαι, κολλάω12 προφ.: Έχω αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα.
αρπάζομαι
- Σ: εξάπτομαι, θυμώνω2, εξοργίζομαι: Πολύ εύκολα αρπάζεσαι!
- Σ: τσακώνομαι προφ., καβγαδίζω προφ.: Αρπαχτήκανε εκεί που δεν το περιμέναμε.
ΕΚΦ: τις αρπάζω, αρπάζει τ' αυτί μου, την άρπαξα
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.