Λεξισκόπιο: αργότερα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αρ-γό-τε-ρα

Μορφολογία

αργά επίρρ.

αργούτσικα επίρρ. υποκορ.

αργότερα επίρρ. συγκρ.


αργός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαργόςοιαργοί
Γενικήτουαργούτωναργών
Αιτιατικήτοναργότουςαργούς
Κλητική αργέ αργοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαργήοιαργές
Γενικήτηςαργήςτωναργών
Αιτιατικήτηναργήτιςαργές
Κλητική αργή αργές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαργότααργά
Γενικήτουαργούτωναργών
Αιτιατικήτοαργότααργά
Κλητική αργό αργά

αργούτσικος επίθ. υποκορ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαργούτσικοςοιαργούτσικοι
Γενικήτουαργούτσικουτωναργούτσικων
Αιτιατικήτοναργούτσικοτουςαργούτσικους
Κλητική αργούτσικε αργούτσικοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαργούτσικηοιαργούτσικες
Γενικήτηςαργούτσικηςτωναργούτσικων
Αιτιατικήτηναργούτσικητιςαργούτσικες
Κλητική αργούτσικη αργούτσικες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαργούτσικοτααργούτσικα
Γενικήτουαργούτσικουτωναργούτσικων
Αιτιατικήτοαργούτσικοτααργούτσικα
Κλητική αργούτσικο αργούτσικα

αργότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαργότεροςοιαργότεροι
Γενικήτουαργότερουτωναργότερων
Αιτιατικήτοναργότεροτουςαργότερους
Κλητική αργότερε αργότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαργότερηοιαργότερες
Γενικήτηςαργότερηςτωναργότερων
Αιτιατικήτηναργότερητιςαργότερες
Κλητική αργότερη αργότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαργότεροτααργότερα
Γενικήτουαργότερουτωναργότερων
Αιτιατικήτοαργότεροτααργότερα
Κλητική αργότερο αργότερα

αργότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαργότατοςοιαργότατοι
Γενικήτουαργότατουτωναργότατων
Αιτιατικήτοναργότατοτουςαργότατους
Κλητική αργότατε αργότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαργότατηοιαργότατες
Γενικήτηςαργότατηςτωναργότατων
Αιτιατικήτηναργότατητιςαργότατες
Κλητική αργότατη αργότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαργότατοτααργότατα
Γενικήτουαργότατουτωναργότατων
Αιτιατικήτοαργότατοτααργότατα
Κλητική αργότατο αργότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αργότερα επίρρ.

Σμετά: Θα τα πούμε αργότερα. Ανωρίτερα


αργά επίρρ.

  1. Σσιγά3, βραδέως λόγ.: Το αυτοκίνητα κινούνταν αργά. Αγρήγορα1, ταχέως λόγ.
  2. Ανωρίς1: Έβλεπαν ένα έργο στην τηλεόραση ως αργά.
  3. Σκαθυστερημένα: Έφτασα αργά στη δουλειά μου. Αέγκαιρα

αργός επίθ.

Σβραδύς λόγ.: αργό τρένο Αγρήγορος2, ταχύς λόγ.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.