Λεξισκόπιο: αποσχίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-σχί-ζο-μαι

Μορφολογία

αποσχίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποσχίζομαιαποσχιζόμαστε
Βαποσχίζεσαιαποσχίζεστε & αποσχιζόσαστε προφ.
Γαποσχίζεταιαποσχίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποσχίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαποσχιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποσχίστηκα & αποσχίσθηκα λόγ. αποσχιστήκαμε & αποσχισθήκαμε λόγ.
Βαποσχίστηκες & αποσχίσθηκες λόγ. αποσχιστήκατε & αποσχισθήκατε λόγ.
Γαποσχίστηκε & αποσχίσθηκε λόγ. αποσχίστηκαν & αποσχίσθηκαν λόγ. & αποσχιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποσχιστώ & αποσχισθώ λόγ. αποσχιστούμε & αποσχισθούμε λόγ.
Βαποσχιστείς & αποσχισθείς λόγ. αποσχιστείτε & αποσχισθείτε λόγ.
Γαποσχιστεί & αποσχισθεί λόγ. αποσχιστούν & αποσχισθούν λόγ. & αποσχισθούνε λόγ. & αποσχιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποσχίσουαποσχιστείτε & αποσχισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαποσχιστεί & αποσχισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποσχιζόμουν & αποσχιζόμουνα προφ. αποσχιζόμασταν & αποσχιζόμαστε
Βαποσχιζόσουν & αποσχιζόσουνα προφ. αποσχιζόσασταν & αποσχιζόσαστε προφ.
Γαποσχιζόταν & αποσχιζότανε προφ. αποσχίζονταν & αποσχιζόντανε προφ. & αποσχιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαποσχισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποσχίζομαι ρήμ.

Σαποσκιρτώ, αποχωρώ2: Αποσχίστηκαν από το επίσημο δόγμα.

αποσχίζεται

Σαποσπάται, αποχωρίζεται: Η δημοκρατία της Ουκρανίας αποσχίστηκε και αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.