Λεξισκόπιο: απορημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-ρη-μέ-νος

Μορφολογία

απορημένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαπορημένοςοιαπορημένοι
Γενικήτουαπορημένουτωναπορημένων
Αιτιατικήτοναπορημένοτουςαπορημένους
Κλητική απορημένε απορημένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαπορημένηοιαπορημένες
Γενικήτηςαπορημένηςτωναπορημένων
Αιτιατικήτηναπορημένητιςαπορημένες
Κλητική απορημένη απορημένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαπορημένοτααπορημένα
Γενικήτουαπορημένουτωναπορημένων
Αιτιατικήτοαπορημένοτααπορημένα
Κλητική απορημένο απορημένα

απορώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορώαπορούμε
Βαπορείςαπορείτε
Γαπορείαπορούν & απορούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπορείτε
Ενεστώτας-Μετοχήαπορώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπόρησααπορήσαμε
Βαπόρησεςαπορήσατε
Γαπόρησεαπόρησαν & απορήσαν προφ. & απορήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορήσωαπορήσουμε & απορήσομε διαλ.
Βαπορήσειςαπορήσετε
Γαπορήσειαπορήσουν & απορήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόρησεαπορήσετε & απορήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπορήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπορούσααπορούσαμε
Βαπορούσεςαπορούσατε
Γαπορούσεαπορούσαν & απορούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήαπορημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

απορώ ρήμ.

  1. Σαναρωτιέμαι, διερωτώμαι λόγ.: Απορώ πού το βρίσκει τόσο κουράγιο.
  2. Σπαραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι1

ΕΚΦ: απορώ και εξίσταμαι


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.