Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
α-πο-λο-γού-μαι
απολογούμαι ρήμ. μόνο παθητική
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | απολογούμενος | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | απολογηθεί | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
|
απολογούμαι & προφ. απολογιέμαι ρήμ.
Σ: λογοδοτώ, δίνω λογαριασμό
απο- [apo]
από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν
Προέρχεται από την πρόθεση από.
1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση
Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).
απεργία | απόδημος, -η, -ο | απασφαλίζω |
απογαλακτισμός | αποκεντρωτικός, -ή, -ό | απογειώνω |
απογείωση | απότακτος, -η, -ο | αποδεσμεύω |
αποδέσμευση | αποτριχωτικός, -ή, -ό | αποκεφαλίζω |
αποθηλασμός | αφοπλιστικός, -ή, -ό | απολυμαίνω |
αποκέντρωση | απονευρώνω | |
αποκεφαλισμός | αποτριχώνω | |
απολέπιση | αποφλοιώνω | |
απολύμανση | αποφοιτώ | |
απολυτήριο | αποχωρώ | |
απονεύρωση | αφαλατώνω | |
απορρυπαντικό | αφοπλίζω | |
αποσμητικό | αφυδατώνω | |
αποτοξίνωση | ||
αποτρίχωση | ||
αποφοίτηση | ||
αποχώρηση | ||
αφοπλισμός |
2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση
Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.
απαισιοδοξία | απεξαρτημένος, -η, -ο | απογοητεύω |
απεξάρτηση | απογοητευτικός, -ή, -ό | αποδιοργανώνω |
απογοήτευση | αποθαρρυντικός, -ή, -ό | αποδυναμώνω |
αποδιοργάνωση | αποκαλυπτήριος, -α, -ο | αποθαρρύνω |
αποθάρρυνση | αποκαλυπτικός, -ή, -ό | αποκαλύπτω |
αποκάλυψη | αποκωδικοποιώ | |
αποκωδικοποίηση | απομαγνητοφωνώ | |
αποκωδικοποιητής | απομυθοποιώ | |
απομαγνητοφώνηση | αποπροσανατολίζω | |
απομυθοποίηση | ||
αποποινικοποίηση | ||
αποπροσανατολισμός |
3. Ολοκλήρωση
Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.
αποθεραπεία | αποθεραπεύω |
αποκορύφωμα | αποκορυφώνεται |
αποκορύφωση | αποπερατώνω |
αποπεράτωση | αποτελειώνω |
4. Απόκτηση ιδιότητας
Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.
απανθράκωση | απαθανατίζω |
απολίθωμα | απελευθερώνω |
αποξένωση | αποβλακώνω |
αποσαφήνιση | απογυμνώνω |
αποστείρωση | αποκρυσταλλώνω |
απολιθώνω | |
αποξενώνω | |
αποξηραίνω | |
αποστειρώνω |
-λογ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -λογ- αναφέρονται στην έκφραση λόγου, γνώμης και σκέψης ή στη συλλογή, συγκέντρωση πραγμάτων.Το συστατικό -λογ- προέρχεται από το ρήμα λέγω, το οποίο έχει δύο σημασίες: 1. λέω, εκφράζω 2. μαζεύω, συλλέγω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-λογάω [loγáo]
Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λόγου που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ότι τραβολογάμε κάποιον όταν τον τραβάμε ξανά και ξανά με τρόπο που τον κουράζει ή τον εκνευρίζει.
-λογώ [loγó]
Τα περισσότερα ρήματα σε -λογώ αναφέρονται στην έκφραση μέσω του λόγου. Για παράδειγμα, όταν επιχειρηματολογούμε σχετικά με κάποιο θέμα εκφράζουμε τα επιχειρήματά μας πάνω σε αυτό· όταν κακολογούμε κάποιον μιλάμε σε βάρος του.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Λιγότερα είναι τα ρήματα σε -λογώ που αναφέρονται στη συλλογή, συγκέντρωση. Για παράδειγμα, όταν κανείς στρατολογεί κάποιον τον κατατάσσει στο στρατιωτικό σώμα.
•Τα ρήματα σε -λογώ μπορεί να έχουν και άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, όταν κρυολογούμε παθαίνουμε κρυολόγημα· όταν πληκτρολογούμε ένα κείμενο το γράφουμε σε υπολογιστή πατώντας τα πλήκτρα· όταν το κράτος φορολογεί ένα προϊόν επιβάλλει το φόρο που του αναλογεί.
✔ Δεν έχουν ενεργητική φωνή τα ρήματα απολογούμαι και φημολογείται (μόνο στο γ' πρόσωπο).
⇨ Με τη σημασία «λέγω» συναντούμε και κάποια λίγα ρήματα που τελειώνουν σε -λεκτώ, όπως κυριολεκτώ, ακυριολεκτώ (και σπανιότερα ακυρολεκτώ).
Ουσιαστικά
-λόγηση [lójisi]
Για παράδειγμα, όταν κάνουμε εξομολόγηση σε κάποιον του λέμε εμπιστευτικά τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μας· η συνθηκολόγηση είναι η συμφωνία (συνθήκη) μεταξύ νικητή και ηττημένου με την οποία τερματίζεται ένας πόλεμος.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Για παράδειγμα, η στρατολόγηση κάποιου είναι η κατάταξή του στο στρατιωτικό σώμα.
-λογία [lojía]
Για παράδειγμα, η ψευδολογία είναι η ενέργεια του να λέω ψέματα· οι περιττολογίες είναι οι περιττές κουβέντες· η σκανδαλολογία είναι η έντονη συζήτηση γύρω από πιθανά σκάνδαλα.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Πολλές λέξεις σε -λογία αναφέρονται σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο. Για παράδειγμα, η γλωσσολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα γλωσσικά φαινόμενα· η ζωολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων.
✔ Σπάνια, στον προφορικό λόγο, συναντούμε το -λογία και ως -λογιά.
✔ Κάποιες λέξεις σε -λογιά αναφέρονται σε σύνολο ανθρώπων. Για παράδειγμα, η φτωχολογιά είναι το σύνολο των φτωχών ανθρώπων.
-λόγιο [lójio]
Για παράδειγμα, στο απουσιολόγιο καταγράφονται τα ονόματα όσων απουσιάζουν από το μάθημα· το δρομολόγιο ενός τρένου είναι η προγραμματισμένη αναχώρησή του προς ορισμένο προορισμό αλλά και η καθορισμένη διαδρομή που ακολουθεί.
-λογο [loγo]
Για παράδειγμα, όταν κάποιος μιλάει με μισόλογα δε λέει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει, μασάει τα λόγια του.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, το ομόλογο είναι χρηματιστηριακός τίτλος (είδος μετοχής) που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται στον κάτοχό του μετά τη λήξη του δανείου στην ονομαστική του τιμή.
-λογος [loγos]
Για παράδειγμα, ο διάλογος είναι συζήτηση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων γύρω από ένα θέμα· ο πρόλογος είναι το εισαγωγικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας· ο σύλλογος είναι ομάδα ανθρώπων με κοινό στόχο και δράση. Κάποιες λέξεις σε -λογος αναφέρονται σε πρόσωπα (φιλόλογος, δωσίλογος).
-λόγος [lóγos] (αρσ. και θηλ.)
Για παράδειγμα, ο ηθικολόγος είναι αυτός που ηθικολογεί, που κρίνει πολύ αυστηρά τις πράξεις των άλλων με βάση την ηθκή· ο απουσιολόγος είναι ο υπεύθυνος για την καταγραφή του απουσιολογίου.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
• (επιστημ.) Λέξεις σε -λόγος αναφέρονται σε ειδικό επιστήμονα. Για παράδειγμα, ο γλωσσολόγος είναι ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γλωσσολογία· ο παθολόγος είναι ο γιατρός που ασκεί τη γενική ιατρική.
-λόι [lói]
Στον προφορικό λόγο, λέξεις με βʹ συστατικό -λόι δηλώνουν ένα σύνολο όμοιων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, το συγγενολόι είναι το σύνολο των συγγενών. Κάποιες άλλες λέξεις δηλώνουν απλώς αντικείμενα (π.χ. ρολόι, κομπολόι).
Επίθετα
-λόγητος [lójitos], -λόγητη, -λόγητο
Για παράδειγμα, ασυναρμολόγητο είναι κάτι που δεν το έχουν ακόμη συναρμολογήσει.
✔ Αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.
-λογικός [lojikós], -λογική, -λογικό
Για παράδειγμα, μια αοριστολογική ομιλία χαρακτηρίζεται από αοριστολογία· μια κοινωνιολογική έρευνα σχετίζεται με την κοινωνιολογία· ένα στρατολογικό έγγραφο σχετίζεται με τη στρατολογία.
-λογος [loγos], -λογη, -λογο
Για παράδειγμα, αξιόλογο είναι κάτι που είναι άξιο λόγου, δηλαδή ιδιαίτερα καλό ή σημαντικό· κάποιος που είναι ετοιμόλογος δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις.
-λόγος [lóγos], -λόγος/-λόγα, -λόγο
Για παράδειγμα, ο ακριβολόγος είναι αυτός που ακριβολογεί· ο συμφεροντολόγος είναι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. ψευδολόγος, συμφεροντολόγος).
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
•Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.