Λεξισκόπιο: απαιτώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-παι-τώ

Μορφολογία

απαιτώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτώαπαιτούμε
Βαπαιτείςαπαιτείτε
Γαπαιτείαπαιτούν & απαιτούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπαιτείτε
Ενεστώτας-Μετοχήαπαιτώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαίτησααπαιτήσαμε
Βαπαίτησεςαπαιτήσατε
Γαπαίτησεαπαίτησαν & απαιτήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτήσωαπαιτήσουμε & απαιτήσομε διαλ.
Βαπαιτήσειςαπαιτήσετε
Γαπαιτήσειαπαιτήσουν & απαιτήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπαίτησεαπαιτήσετε & απαιτήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπαιτήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτούσααπαιτούσαμε
Βαπαιτούσεςαπαιτούσατε
Γαπαιτούσεαπαιτούσαν & απαιτούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτούμαιαπαιτούμαστε
Βαπαιτείσαιαπαιτείστε
Γαπαιτείταιαπαιτούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπαιτείστε
Ενεστώτας-Μετοχήαπαιτούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτήθηκααπαιτηθήκαμε
Βαπαιτήθηκεςαπαιτηθήκατε
Γαπαιτήθηκεαπαιτήθηκαν & απαιτηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαιτηθώαπαιτηθούμε
Βαπαιτηθείςαπαιτηθείτε
Γαπαιτηθείαπαιτηθούν & απαιτηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπαιτήσουαπαιτηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπαιτηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γαπαιτούνταν & απαιτείτο λόγ. απαιτούνταν & απαιτούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήαπαιτημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

απαιτώ ρήμ.

Σδιεκδικώ, αξιώνω, ζητάω3: Απαιτώ λίγη ησυχία. / Απαιτούσε να του δείχνουν σεβασμό.

απαιτεί

Σπροϋποθέτει, ζητάει: Η ανάκαμψη της οικονομίας απαιτεί θυσίες.

απαιτείται

Σχρειάζεται2, θέλει2: Απαιτείται γερή προετοιμασία για τις εξετάσεις.


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.