Λεξισκόπιο: ανανεωτικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-νε-ω-τι-κός

Μορφολογία

ανανεωτικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανανεωτικόςοιανανεωτικοί
Γενικήτουανανεωτικούτωνανανεωτικών
Αιτιατικήτονανανεωτικότουςανανεωτικούς
Κλητική ανανεωτικέ ανανεωτικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανανεωτικήοιανανεωτικές
Γενικήτηςανανεωτικήςτωνανανεωτικών
Αιτιατικήτηνανανεωτικήτιςανανεωτικές
Κλητική ανανεωτική ανανεωτικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανανεωτικόταανανεωτικά
Γενικήτουανανεωτικούτωνανανεωτικών
Αιτιατικήτοανανεωτικόταανανεωτικά
Κλητική ανανεωτικό ανανεωτικά

ανανεωτικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανανεωτικότεροςοιανανεωτικότεροι
Γενικήτουανανεωτικότερουτωνανανεωτικότερων
Αιτιατικήτονανανεωτικότεροτουςανανεωτικότερους
Κλητική ανανεωτικότερε ανανεωτικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανανεωτικότερηοιανανεωτικότερες
Γενικήτηςανανεωτικότερηςτωνανανεωτικότερων
Αιτιατικήτηνανανεωτικότερητιςανανεωτικότερες
Κλητική ανανεωτικότερη ανανεωτικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανανεωτικότεροταανανεωτικότερα
Γενικήτουανανεωτικότερουτωνανανεωτικότερων
Αιτιατικήτοανανεωτικότεροταανανεωτικότερα
Κλητική ανανεωτικότερο ανανεωτικότερα

ανανεωτικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανανεωτικότατοςοιανανεωτικότατοι
Γενικήτουανανεωτικότατουτωνανανεωτικότατων
Αιτιατικήτονανανεωτικότατοτουςανανεωτικότατους
Κλητική ανανεωτικότατε ανανεωτικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανανεωτικότατηοιανανεωτικότατες
Γενικήτηςανανεωτικότατηςτωνανανεωτικότατων
Αιτιατικήτηνανανεωτικότατητιςανανεωτικότατες
Κλητική ανανεωτικότατη ανανεωτικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανανεωτικότατοταανανεωτικότατα
Γενικήτουανανεωτικότατουτωνανανεωτικότατων
Αιτιατικήτοανανεωτικότατοταανανεωτικότατα
Κλητική ανανεωτικότατο ανανεωτικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανανεωτικός επίθ.

Σανακαινιστικός


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.