Λεξισκόπιο: αναλογίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-λο-γί-ζο-μαι

Μορφολογία

αναλογίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναλογίζομαιαναλογιζόμαστε
Βαναλογίζεσαιαναλογίζεστε & αναλογιζόσαστε προφ.
Γαναλογίζεταιαναλογίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαναλογίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαναλογιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναλογίστηκα & αναλογίσθηκα λόγ. αναλογιστήκαμε & αναλογισθήκαμε λόγ.
Βαναλογίστηκες & αναλογίσθηκες λόγ. αναλογιστήκατε & αναλογισθήκατε λόγ.
Γαναλογίστηκε & αναλογίσθηκε λόγ. αναλογίστηκαν & αναλογίσθηκαν λόγ. & αναλογιστήκαν προφ. & αναλογιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναλογιστώ & αναλογισθώ λόγ. αναλογιστούμε & αναλογισθούμε λόγ.
Βαναλογιστείς & αναλογισθείς λόγ. αναλογιστείτε & αναλογισθείτε λόγ.
Γαναλογιστεί & αναλογισθεί λόγ. αναλογιστούν & αναλογισθούν λόγ. & αναλογισθούνε λόγ. & αναλογιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαναλογιστείτε & αναλογισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαναλογιστεί & αναλογισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναλογιζόμουν & αναλογιζόμουνα προφ. αναλογιζόμασταν & αναλογιζόμαστε
Βαναλογιζόσουν & αναλογιζόσουνα προφ. αναλογιζόσασταν & αναλογιζόσαστε προφ.
Γαναλογιζόταν & αναλογιζότανε προφ. αναλογίζονταν & αναλογιζόντανε προφ. & αναλογιζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναλογίζομαι ρήμ.

  1. Σλαμβάνω υπόψη λόγ., υπολογίζω4, λογαριάζω2: Έχεις αναλογιστεί τις συνέπειες; Ααψηφάω
  2. Σαναπολώ, αναθυμάμαι: Αναλογιζόταν τα χρόνια που πέρασαν.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.