Λεξισκόπιο: ανακλά

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-κλά

Μορφολογία

ανακλώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλώανακλούμε
Βανακλάςανακλάτε
Γανακλάανακλούν
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανακλάστε & ανακλάτε
Ενεστώτας-Μετοχήανακλώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανάκλασα & ανέκλασα λόγ. ανακλάσαμε
Βανάκλασες & ανέκλασες λόγ. ανακλάσατε
Γανάκλασε & ανέκλασε λόγ. ανάκλασαν & ανέκλασαν λόγ. & ανακλάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλάσωανακλάσουμε & ανακλάσομε διαλ.
Βανακλάσειςανακλάσετε
Γανακλάσειανακλάσουν & ανακλάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάκλασεανακλάσετε & ανακλάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοανακλάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλούσαανακλούσαμε
Βανακλούσεςανακλούσατε
Γανακλούσεανακλούσαν & ανακλούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλώμαιανακλώμεθα λόγ. & ανακλόμαστε προφ.
Βανακλάσαιανακλάσθε λόγ. & ανακλάστε προφ.
Γανακλάταιανακλώνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανακλάσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήανακλώμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλάστηκαανακλαστήκαμε
Βανακλάστηκεςανακλαστήκατε
Γανακλάστηκεανακλάστηκαν & ανακλαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακλαστώανακλαστούμε
Βανακλαστείςανακλαστείτε
Γανακλαστείανακλαστούν & ανακλαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανακλάσουανακλαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανακλαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γανακλάτο λόγ. ανακλώντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήανακλασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανακλά ρήμ.

Σαντανακλά1, αντιφεγγίζει: επιφάνειες που ανακλούν το φως


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.