Λεξισκόπιο: αναζωπυρώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-ζω-πυ-ρώ-νω

Μορφολογία

αναζωπυρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρώνωαναζωπυρώνουμε & αναζωπυρώνομε διαλ.
Βαναζωπυρώνειςαναζωπυρώνετε
Γαναζωπυρώνειαναζωπυρώνουν & αναζωπυρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναζωπύρωνεαναζωπυρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαναζωπυρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπύρωσααναζωπυρώσαμε
Βαναζωπύρωσεςαναζωπυρώσατε
Γαναζωπύρωσεαναζωπύρωσαν & αναζωπυρώσαν προφ. & αναζωπυρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρώσωαναζωπυρώσουμε & αναζωπυρώσομε διαλ.
Βαναζωπυρώσειςαναζωπυρώσετε
Γαναζωπυρώσειαναζωπυρώσουν & αναζωπυρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναζωπύρωσεαναζωπυρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναζωπυρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπύρωνααναζωπυρώναμε
Βαναζωπύρωνεςαναζωπυρώνατε
Γαναζωπύρωνεαναζωπύρωναν & αναζωπυρώναν προφ. & αναζωπυρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρώνομαιαναζωπυρωνόμαστε
Βαναζωπυρώνεσαιαναζωπυρώνεστε & αναζωπυρωνόσαστε προφ.
Γαναζωπυρώνεταιαναζωπυρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαναζωπυρώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαναζωπυρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρώθηκααναζωπυρωθήκαμε
Βαναζωπυρώθηκεςαναζωπυρωθήκατε
Γαναζωπυρώθηκεαναζωπυρώθηκαν & αναζωπυρωθήκαν προφ. & αναζωπυρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρωθώαναζωπυρωθούμε
Βαναζωπυρωθείςαναζωπυρωθείτε
Γαναζωπυρωθείαναζωπυρωθούν & αναζωπυρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναζωπυρώσουαναζωπυρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναζωπυρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναζωπυρωνόμουν & αναζωπυρωνόμουνα προφ. αναζωπυρωνόμασταν & αναζωπυρωνόμαστε
Βαναζωπυρωνόσουν & αναζωπυρωνόσουνα προφ. αναζωπυρωνόσασταν & αναζωπυρωνόσαστε προφ.
Γαναζωπυρωνόταν & αναζωπυρωνότανε προφ. αναζωπυρώνονταν & αναζωπυρωνόντανε προφ. & αναζωπυρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαναζωπυρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναζωπυρώνω ρήμ.

  1. Σξαναφουντώνω: Ο αέρας αναζωπύρωσε τη φωτιά.
  2. Σαναθερμαίνω2, αφυπνίζω2 λόγ., συνδαυλίζω2, αναμοχλεύω: Ο εθνικισμός αναζωπύρωσε το ρατσισμό.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.