Λεξισκόπιο: αναβλύζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-βλύ-ζει

Μορφολογία

αναβλύζω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναβλύζω & αναβρύζωαναβλύζουμε & αναβρύζουμε & αναβλύζομε διαλ. & αναβρύζομε διαλ.
Βαναβλύζεις & αναβρύζειςαναβλύζετε & αναβρύζετε
Γαναβλύζει & αναβρύζειαναβλύζουν & αναβρύζουν & αναβλύζουνε προφ. & αναβρύζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάβλυζε & ανάβρυζεαναβλύζετε & αναβρύζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαναβλύζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανάβλυσα & ανέβλυσα λόγ. & ανέβρυσα λόγ. αναβλύσαμε
Βανάβλυσες & ανέβλυσες λόγ. & ανέβρυσες λόγ. αναβλύσατε
Γανάβλυσε & ανέβλυσε λόγ. & ανέβρυσε λόγ. ανάβλυσαν & ανέβλυσαν λόγ. & ανέβρυσαν λόγ. & αναβλύσαν προφ. & αναβλύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναβλύσωαναβλύσουμε & αναβλύσομε διαλ.
Βαναβλύσειςαναβλύσετε
Γαναβλύσειαναβλύσουν & αναβλύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάβλυσεαναβλύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναβλύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανάβλυζα & ανάβρυζα & ανέβλυζα λόγ. & ανέβρυζα λόγ. αναβλύζαμε & αναβρύζαμε
Βανάβλυζες & ανάβρυζες & ανέβλυζες λόγ. & ανέβρυζες λόγ. αναβλύζατε & αναβρύζατε
Γανάβλυζε & ανάβρυζε & ανέβλυζε λόγ. & ανέβρυζε λόγ. ανάβλυζαν & ανάβρυζαν & ανέβλυζαν λόγ. & ανέβρυζαν λόγ. & αναβλύζαν προφ. & αναβλύζανε προφ. & αναβρύζαν προφ. & αναβρύζανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναβλύζει & αναβρύζει ρήμ.

Σξεχύνεται, πιδακίζει, ρέει, πηγάζει1: Νερό αναβλύζει από την πηγή.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.