Λεξισκόπιο: ανέκφραστος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-νέκ-φρα-στος

Μορφολογία

ανέκφραστος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοανέκφραστοςοιανέκφραστοι
Γενικήτουανέκφραστουτωνανέκφραστων
Αιτιατικήτονανέκφραστοτουςανέκφραστους
Κλητική ανέκφραστε ανέκφραστοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηανέκφραστηοιανέκφραστες
Γενικήτηςανέκφραστηςτωνανέκφραστων
Αιτιατικήτηνανέκφραστητιςανέκφραστες
Κλητική ανέκφραστη ανέκφραστες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοανέκφραστοταανέκφραστα
Γενικήτουανέκφραστουτωνανέκφραστων
Αιτιατικήτοανέκφραστοταανέκφραστα
Κλητική ανέκφραστο ανέκφραστα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανέκφραστος επίθ.

  1. Σάτονος1, άχρωμος3, απλανής: ανέκφραστο βλέμμα Αεκφραστικός1
  2. Σανείπωτος2, απερίγραπτος1: ανέκφραστη συγκίνηση

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.