Λεξισκόπιο: αμβλύνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αμ-βλύ-νω

Μορφολογία

αμβλύνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλύνωαμβλύνουμε & αμβλύνομε διαλ.
Βαμβλύνειςαμβλύνετε
Γαμβλύνειαμβλύνουν & αμβλύνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάμβλυνεαμβλύνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαμβλύνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάμβλυνααμβλύναμε
Βάμβλυνεςαμβλύνατε
Γάμβλυνεάμβλυναν & αμβλύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλύνωαμβλύνουμε & αμβλύνομε διαλ.
Βαμβλύνειςαμβλύνετε
Γαμβλύνειαμβλύνουν & αμβλύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάμβλυνεαμβλύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοαμβλύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάμβλυνααμβλύναμε
Βάμβλυνεςαμβλύνατε
Γάμβλυνεάμβλυναν & αμβλύνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλύνομαιαμβλυνόμαστε
Βαμβλύνεσαιαμβλύνεστε & αμβλυνόσαστε προφ.
Γαμβλύνεταιαμβλύνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαμβλύνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαμβλυνόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλύνθηκααμβλυνθήκαμε
Βαμβλύνθηκεςαμβλυνθήκατε
Γαμβλύνθηκεαμβλύνθηκαν & αμβλυνθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλυνθώαμβλυνθούμε
Βαμβλυνθείςαμβλυνθείτε
Γαμβλυνθείαμβλυνθούν & αμβλυνθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαμβλύνσουαμβλυνθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαμβλυνθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααμβλυνόμουν & αμβλυνόμουνα προφ. αμβλυνόμασταν & αμβλυνόμαστε
Βαμβλυνόσουν & αμβλυνόσουνα προφ. αμβλυνόσασταν & αμβλυνόσαστε προφ.
Γαμβλυνόταν & αμβλυνότανε προφ. αμβλύνονταν & αμβλυνόντανε προφ. & αμβλυνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαμβλυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αμβλύνω ρήμ.

Σμετριάζω: Το φάρμακο θα αμβλύνει τον πόνο. Αοξύνω1, εντείνω λόγ.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.