Λεξισκόπιο: αλιεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-λι-εύ-ω

Μορφολογία

αλιεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιεύωαλιεύουμε & αλιεύομε διαλ.
Βαλιεύειςαλιεύετε
Γαλιεύειαλιεύουν & αλιεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαλίευεαλιεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήαλιεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλίευσααλιεύσαμε
Βαλίευσεςαλιεύσατε
Γαλίευσεαλίευσαν & αλιεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιεύσωαλιεύσουμε & αλιεύσομε διαλ.
Βαλιεύσειςαλιεύσετε
Γαλιεύσειαλιεύσουν & αλιεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαλίευσεαλιεύσετε & αλιεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαλιεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλίευααλιεύαμε
Βαλίευεςαλιεύατε
Γαλίευεαλίευαν & αλιεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιεύομαιαλιευόμαστε
Βαλιεύεσαιαλιεύεστε & αλιευόσαστε προφ.
Γαλιεύεταιαλιεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαλιεύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιεύτηκα & αλιεύθηκα λόγ. αλιευτήκαμε & αλιευθήκαμε λόγ.
Βαλιεύτηκες & αλιεύθηκες λόγ. αλιευτήκατε & αλιευθήκατε λόγ.
Γαλιεύτηκε & αλιεύθηκε λόγ. αλιεύτηκαν & αλιευθήκανε λόγ. & αλιεύθηκαν λόγ. & αλιευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιευτώ & αλιευθώ λόγ. αλιευτούμε & αλιευθούμε λόγ.
Βαλιευτείς & αλιευθείς λόγ. αλιευτείτε & αλιευθείτε λόγ.
Γαλιευτεί & αλιευθεί λόγ. αλιευτούν & αλιευθούν λόγ. & αλιευθούνε λόγ. & αλιευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαλιεύσουαλιευτείτε & αλιευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαλιευτεί & αλιευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααλιευόμουναλιευόμασταν & αλιευόμαστε
Βαλιευόσουναλιευόσασταν & αλιευόσαστε προφ.
Γαλιευόταναλιεύονταν
Παρακείμενος-Μετοχήαλιευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αλιεύω ρήμ. λόγ.

  1. Σψαρεύω1
  2. Σσυλλέγω: Αλιεύει γλωσσικά μαργαριτάρια.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.