Λεξισκόπιο: ακτινοβολεί

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-κτι-νο-βο-λεί

Μορφολογία

ακτινοβολώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβολώακτινοβολούμε
Βακτινοβολείςακτινοβολείτε
Γακτινοβολείακτινοβολούν & ακτινοβολούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βακτινοβολείτε
Ενεστώτας-Μετοχήακτινοβολώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβόλησαακτινοβολήσαμε
Βακτινοβόλησεςακτινοβολήσατε
Γακτινοβόλησεακτινοβόλησαν & ακτινοβολήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβολήσωακτινοβολήσουμε & ακτινοβολήσομε διαλ.
Βακτινοβολήσειςακτινοβολήσετε
Γακτινοβολήσειακτινοβολήσουν & ακτινοβολήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βακτινοβόλησεακτινοβολήσετε & ακτινοβολήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοακτινοβολήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβολούσαακτινοβολούσαμε
Βακτινοβολούσεςακτινοβολούσατε
Γακτινοβολούσεακτινοβολούσαν & ακτινοβολούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβολούμαιακτινοβολούμαστε
Βακτινοβολείσαιακτινοβολείστε
Γακτινοβολείταιακτινοβολούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βακτινοβολείστε
Ενεστώτας-Μετοχήακτινοβολούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβολήθηκαακτινοβοληθήκαμε
Βακτινοβολήθηκεςακτινοβοληθήκατε
Γακτινοβολήθηκεακτινοβολήθηκαν & ακτινοβοληθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακτινοβοληθώακτινοβοληθούμε
Βακτινοβοληθείςακτινοβοληθείτε
Γακτινοβοληθείακτινοβοληθούν & ακτινοβοληθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βακτινοβολήσουακτινοβοληθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοακτινοβοληθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γακτινοβολούνταν & ακτινοβολείτο λόγ. ακτινοβολούνταν & ακτινοβολούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήακτινοβολημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ακτινοβολώ ρήμ.

Σλάμπω1, φεγγοβολάω λογοτ., αστράφτω: Το πρόσωπό του ακτινοβολεί.

ακτινοβολεί

Σεκπέμπει ακτινοβολία: Ο Ήλιος ακτινοβολεί.

Προθήματα - Επιθήματα

-βολ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βολ- αναφέρονται στη ρίψη ενός αντικειμένου ή στην εξάπλωση ενός φαινομένου.Το συστατικό -βολ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα βάλλω (= πετάω, ρίχνω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-βολάω [voláo]

Στον καθημερινό λόγο, το -βολάω σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια πράξη γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ειρωνικά για μια πολύτεκνη γυναίκα ότι γεννοβολάει συνέχεια.

γεννοβολάω, γυρνοβολάω, μοσχοβολάω, ξερνοβολάω, φεγγοβολάω

-βολώ [voló]

Για παράδειγμα, λέμε ότι κάτι ακτινοβολεί όταν εκπέμπει ακτίνες φωτός.

αγκυροβολώ, ακτινοβολώ, ηχοβολώ (σπάνιο), κεραυνοβολώ, λιθοβολώ, πετροβολώ (και προφ. πετροβολάω), πυροβολώ (και προφ. πυροβολάω), ριζοβολώ (και προφ. ριζοβολάω), φυλλοβολεί (για δέντρο), χιονοβολώ

Ουσιαστικά

-βόληση [vólisi]

Για παράδειγμα, η αγκυροβόληση είναι η πράξη κατά την οποία ένα καράβι ρίχνει άγκυρα· η ακτινοβόληση είναι η έκθεση ενός σώματος σε ακτινοβολία.

αγκυροβόληση, ακτινοβόληση, κεραυνοβόληση, λιθοβόληση

-βολητό [volitó]

Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, το ποδοβολητό είναι ο θόρυβος που κάνουν πολλά πόδια που τρέχουν μαζί.

μοσχοβολητό, πετροβολητό, ποδοβολητό, πυροβολητό

-βολία [volía]

Για παράδειγμα, η τοξοβολία είναι το άθλημα κατά το οποίο ρίχνουμε βέλη με τόξο.

αγκυροβολία, ακτινοβολία, αμφιβολία, δισκοβολία, πετροβολία, σκοποβολία, σπινθηροβολία, σφαιροβολία, σφυροβολία, ταχυβολία, φεγγοβολία, φυλλοβολία, φωτοβολία

✔ Η λέξη αμφιβολία (= αβεβαιότητα, ενδοιασμός, επιφύλαξη) είχε αρχικά τη σημασία «επίθεση από δύο μεριές».

-βόλος [vólos]

(αθλητ.) Για παράδειγμα, ο δισκοβόλος είναι ο αθλητής της δισκοβολίας.

δισκοβόλος, σκοποβόλος, σφαιροβόλος, σφυροβόλος, τοξοβόλος

Επίθετα

-βολικός [volikós], -βολική, -βολικό

Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι υπερβολικό ξεπερνάει το κανονικό ή το συνηθισμένο, γίνεται ή λέγεται με υπερβολή.

αναβολικός, αντιπαραβολικός, παραβολικός, προκαταβολικός, πυροβολικός, συμβολικός, υπερβολικός

-βόλος [vólos], -βόλος/-βόλα, -βόλο

Για παράδειγμα, τα φυλλοβόλα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το χειμώνα· κεραυνοβόλος είναι ο ξαφνικός και πολύ δυνατός έρωτας.

αεροβόλος, ακτινοβόλος, αστραποβόλος, εκηβόλος (για όπλο, που ρίχνει μακριά), κεραυνοβόλος, μυροβόλος, πυροβόλος, σπινθηροβόλος, ταχυβόλος, φλογοβόλος, φυλλοβόλος, φωτοβόλος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. πυροβόλο, ταχυβόλο, φλογοβόλο).


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.