Λεξισκόπιο: αιμορροϊδικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αι-μορ-ρο-ϊ-δι-κός

Μορφολογία

αιμορροϊδικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαιμορροϊδικόςοιαιμορροϊδικοί
Γενικήτουαιμορροϊδικούτωναιμορροϊδικών
Αιτιατικήτοναιμορροϊδικότουςαιμορροϊδικούς
Κλητική αιμορροϊδικέ αιμορροϊδικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαιμορροϊδικήοιαιμορροϊδικές
Γενικήτηςαιμορροϊδικήςτωναιμορροϊδικών
Αιτιατικήτηναιμορροϊδικήτιςαιμορροϊδικές
Κλητική αιμορροϊδική αιμορροϊδικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαιμορροϊδικότααιμορροϊδικά
Γενικήτουαιμορροϊδικούτωναιμορροϊδικών
Αιτιατικήτοαιμορροϊδικότααιμορροϊδικά
Κλητική αιμορροϊδικό αιμορροϊδικά

αιμορροϊδικός ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαιμορροϊδικόςοιαιμορροϊδικοί
Γενικήτουαιμορροϊδικούτωναιμορροϊδικών
Αιτιατικήτοναιμορροϊδικότουςαιμορροϊδικούς
Κλητική αιμορροϊδικέ αιμορροϊδικοί

αιμορροϊδική ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαιμορροϊδική & αιμορροϊδικιά προφ. οιαιμορροϊδικές
Γενικήτηςαιμορροϊδικής & αιμορροϊδικιάς προφ. τωναιμορροϊδικών
Αιτιατικήτηναιμορροϊδική & αιμορροϊδικιά προφ. τιςαιμορροϊδικές
Κλητική αιμορροϊδική & αιμορροϊδικιά προφ.  αιμορροϊδικές

Συνώνυμα - Αντίθετα

αιμορροϊδικός επίθ. ΙΑΤΡ.

Σζοχαδιακός1 προφ.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.