Λεξισκόπιο: αεροβατώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-ε-ρο-βα-τώ

Μορφολογία

αεροβατώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααεροβατώαεροβατούμε
Βαεροβατείςαεροβατείτε
Γαεροβατείαεροβατούν & αεροβατούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαεροβατείτε
Ενεστώτας-Μετοχήαεροβατώντας
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααεροβατούσααεροβατούσαμε
Βαεροβατούσεςαεροβατούσατε
Γαεροβατούσεαεροβατούσαν & αεροβατούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αεροβατώ ρήμ.

Σονειροπολώ1, αιθεροβατώ λόγ. Απροσγειώνομαι

Προθήματα - Επιθήματα

αερο- [aero]

αερό- [aeró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αερ- [aer] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το ουσιαστικό αέρας.

1. Σχέση με τον αέρα

Το αερο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει σχέση με τον ατμοσφαιρικό αέρα ή τον άνεμο. Για παράδειγμα, ο αερόσακος είναι το εξάρτημα του αυτοκινήτου που σε περίπτωση σύγκρουσης ανοίγει σαν μπαλόνι για να προστατέψει τους επιβάτες του.

αεραγωγός

αεροβικός, -ή, -ό (κυρίως στη φράση αεροβική γυμναστική)

αεροβόλο

αερόβιος, -α, -ο (βιολ.)

αερογέφυρα

αεροδιαστημικός, -ή, -ό

αεροθάλαμος

αεροδυναμικός, -ή, -ό

αερομαντεία

αερόψυκτος, -η, -ο

αερόσακος

αερόστατο

αεροφαγία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το αερο- δηλώνουν ότι κάτι δεν είναι σοβαρό ή λογικό. Για παράδειγμα, όταν αερολογούμε μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν νόημα ή που τα λέμε χωρίς να υπάρχει λόγος.

αεροβασία

αεροβατώ

αερολογία

αερολογώ

2. Σχέση με αερομεταφορές

Το αερο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο αεροπλάνο, στην αεροπορία ή στην εναέρια κυκλοφορία. Για παράδειγμα, ο αεροπειρατής διαπράττει το αδίκημα της πειρατείας καταλαμβάνοντας με τη βία ένα αεροπλάνο την ώρα που βρίσκεται σε πτήση· το αεροδικείο είναι το δικαστήριο που δικάζει υποθέσεις σχετικές με την αεροπορία.

αερογραμμή

αεροδρομικός, -ή, -ό

αεροφωτογραφίζω

αεροδιάδρομος

αεροδρόμιο

αερολέσχη

αερομαχία

αερομεταφορέας

αεροναυπηγική

αεροπειρατεία

αεροπειρατής

αεροπλοΐα

αεροπόρος

αεροσυνοδός

αεροφωτογραφία

αεροφωτογράφιση

-βα-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βα- (-βασ- ή -βατ-) αναφέρονται στο περπάτημα.Το συστατικό -βα- προέρχεται από το ρήμα βαίνω (= περπατάω, προχωράω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-βατώ [vató]

Για παράδειγμα, υπνοβατεί αυτός που περπατάει στον ύπνο του.

αεροβατώ, αιθεροβατώ, ακροβατώ, καρκινοβατώ, κτηνοβατώ, νυκτοβατώ (σπάνιο), ονειροβατώ, ουρανοβατώ (σπάνιο), πυροβατώ, σχοινοβατώ, υπνοβατώ

Ουσιαστικά

-βασία [vasía]

Για παράδειγμα, η πυροβασία είναι το περπάτημα πάνω στη φωτιά (πυρά).

αεροβασία, ακροβασία, καρκινοβασία, κτηνοβασία, νυκτοβασία, ορειβασία, πυροβασία, σχοινοβασία, υπνοβασία

✔ Σπανιότερα, σχηματίζονται και λαϊκότροποι τύποι σε -βασιά όπως ανεβασιά (= ανήφορος), κατεβασιά (= κατήφορος).

-βάτης [vátis] (θηλ. -βάτισσα, -βάτιδα, -βάτρια)

Για παράδειγμα, ο ακροβάτης περπατάει στις άκρες των ποδιών του.

αιθεροβάτης, ακροβάτης, αναβάτης, διαβάτης, επιβάτης, κτηνοβάτης, λαθρεπιβάτης, νυκτοβάτης, ορειβάτης, παραβάτης, πυροβάτης, στυλοβάτης, συνεπιβάτης, σχοινοβάτης, υπνοβάτης

✔ Κάποια ουσιαστικά σε -βάτης συνδέονται με ρήματα σε -βατώ (π.χ. υπνοβάτης - υπνοβατώ, ακροβάτης - ακροβατώ), ενώ κάποια άλλα συνδέονται με σύνθετα ρήματα σε -βαίνω (π.χ. επιβάτης - επιβαίνω, παραβάτης - παραβαίνω).

✔ Στη νέα ελληνική, τα ουσιαστικά σε -βάτης σχηματίζουν συνήθως θηλυκό σε -βάτισσα (π.χ. ορειβάτης - ορειβάτισσα), και σπανιότερα σε -βάτιδα (π.χ. επιβάτης - επιβάτιδα) ή -βάτρια (π.χ. αναβάτης - αναβάτρια).

Επίθετα

-βατικός [vatikós], -βατική, -βατικό

Για παράδειγμα, ο ορειβατικός σύλλογος ασχολείται με την ορειβασία, ο ακροβάτης κάνει ακροβατικά νούμερα και ένα επιβατικό πλοίο μεταφέρει επιβάτες.

ακροβατικός, αποβατικός, επιβατικός, μεταβατικός, ορειβατικός, παραβατικός, παρεμβατικός, συγκαταβατικός, συμβατικός, υπερβατικός

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.