Λεξισκόπιο: αδηφάγος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-δη-φά-γος

Μορφολογία

αδηφάγος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαδηφάγοςοιαδηφάγοι
Γενικήτουαδηφάγουτωναδηφάγων
Αιτιατικήτοναδηφάγοτουςαδηφάγους
Κλητική αδηφάγε αδηφάγοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαδηφάγα & αδηφάγος λόγ. οιαδηφάγες & αδηφάγοι λόγ.
Γενικήτηςαδηφάγας & αδηφάγου λόγ. τωναδηφάγων λόγ.
Αιτιατικήτηναδηφάγα & αδηφάγο λόγ. τιςαδηφάγες & αδηφάγους λόγ.
Κλητική αδηφάγα & αδηφάγε λόγ.  αδηφάγες & αδηφάγοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαδηφάγοτααδηφάγα
Γενικήτουαδηφάγουτωναδηφάγων
Αιτιατικήτοαδηφάγοτααδηφάγα
Κλητική αδηφάγο αδηφάγα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αδηφάγος επίθ. λόγ.

  1. Σαχόρταγος1, λαίμαργος2, φαγάς προφ., φαγάνα3 προφ.
  2. Σακόρεστος1, άπληστος: αδηφάγος διάθεση πλουτισμού
  3. Σπολυδάπανος: αδηφάγο δημόσιο έργο

Προθήματα - Επιθήματα

-φαγ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φαγ- αναφέρονται στη διαδικασία λήψης της τροφής.Το συστατικό -φαγ- προέρχεται από το θέμα του αορίστου του αρχαίου ρήματος εσθίω (= τρώω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-φαγία [fajía]

Για παράδειγμα, η κρεατοφαγία είναι η κατανάλωση κρέατος· η ξηροφαγία είναι το πρόχειρο γεύμα με ξηρά τροφή (ψωμί, τυρί, ελιές).

αδηφαγία, αεροφαγία (ιατρ.), ανθρωποφαγία, δυσφαγία (ιατρ.), ιχθυοφαγία, καλοφαγία, κρεατοφαγία / κρεοφαγία, μακαρονοφαγία, ξηροφαγία, παμφαγία, σαρκοφαγία, φυτοφαγία, χορτοφαγία, ψαροφαγία, ωμοφαγία

-φάγος [fáγos]

Για παράδειγμα, ο βιβλιοφάγος διαβάζει πολλά βιβλία, ενώ ο ξυλοφάγος είναι είδος λίμας ειδικής για ξύλα.

βιβλιοφάγος, μελισσοφάγος (ζωολ.), μυρμηγκοφάγος (ζωολ.), ξυλοφάγος, οικοπεδοφάγος, οισοφάγος (ιατρ.), τριχοφάγος (ιατρ.)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, Τυροφάγος λέγεται η τελευταία εβδομάδα της Aποκριάς, πριν από την Kαθαρή Δευτέρα, γιατί απαγορεύεται το κρέας και γι' αυτό καταναλώνονται κυρίως γαλακτοκομικά προϊόντα.

Επίθετα

-φαγικός [fajikós], -φαγική, -φαγικό

Για παράδειγμα, μια κρεατοφαγική διατροφή βασίζεται στην κατανάλωση κρέατος.

ανθρωποφαγικός, κρεατοφαγικός, παμφαγικός, σαρκοφαγικός, χορτοφαγικός, ψαροφαγικός

-φαγος [faγos], -φαγη, -φαγο

Για παράδειγμα, ο λιγόφαγος δεν τρώει πολύ, αρκείται σε λίγο φαγητό.

ανάφαγος, κακόφαγος, λιγόφαγος

-φάγος [fáγos], -φάγος, -φάγο

Για παράδειγμα, ο χορτοφάγος τρώει μόνο λαχανικά και τροφές με φυτικές ίνες· ο αδηφάγος τρώει με βουλιμία μεγάλη ποσότητα φαγητού.

αδηφάγος, ανθρωποφάγος, εντομοφάγος, καρποφάγος, κρεατοφάγος, κρεοφάγος, οπωροφάγος, παμφάγος, σαρκοφάγος, φυτοφάγος, χορτοφάγος, ωμοφάγος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. χορτοφάγος, κρεατοφάγος, ανθρωποφάγος).


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.