Λεξισκόπιο: αδελφώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-δελ-φώ-νω

Μορφολογία

αδελφώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφώνωαδελφώνουμε & αδελφώνομε διαλ.
Βαδελφώνειςαδελφώνετε
Γαδελφώνειαδελφώνουν & αδελφώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαδέλφωνεαδελφώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαδελφώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδέλφωσααδελφώσαμε
Βαδέλφωσεςαδελφώσατε
Γαδέλφωσεαδέλφωσαν & αδελφώσαν προφ. & αδελφώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφώσωαδελφώσουμε & αδελφώσομε διαλ.
Βαδελφώσειςαδελφώσετε
Γαδελφώσειαδελφώσουν & αδελφώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαδέλφωσεαδελφώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαδελφώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδέλφωνααδελφώναμε
Βαδέλφωνεςαδελφώνατε
Γαδέλφωνεαδέλφωναν & αδελφώναν προφ. & αδελφώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφώνομαιαδελφωνόμαστε
Βαδελφώνεσαιαδελφώνεστε & αδελφωνόσαστε προφ.
Γαδελφώνεταιαδελφώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαδελφώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφώθηκααδελφωθήκαμε
Βαδελφώθηκεςαδελφωθήκατε
Γαδελφώθηκεαδελφώθηκαν & αδελφωθήκαν προφ. & αδελφωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφωθώαδελφωθούμε
Βαδελφωθείςαδελφωθείτε
Γαδελφωθείαδελφωθούν & αδελφωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαδελφώσουαδελφωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαδελφωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδελφωνόμουν & αδελφωνόμουνα προφ. αδελφωνόμασταν & αδελφωνόμαστε
Βαδελφωνόσουν & αδελφωνόσουνα προφ. αδελφωνόσασταν & αδελφωνόσαστε προφ.
Γαδελφωνόταν & αδελφωνότανε προφ. αδελφώνονταν & αδελφωνόντανε προφ. & αδελφωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαδελφωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αδελφώνω & αδερφώνω ρήμ.

Σσυμφιλιώνω1, μονοιάζω1 προφ., αγαπίζω2 Α: διχάζω


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.