Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
α-γκυ-ρο-βο-λώ
αγκυροβολώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | αγκυροβολώντας | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | αγκυροβολήσει | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
| ||||||||||||
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Παρακείμενος-Μετοχή | αγκυροβολημένος |
αγκυροβολώ ρήμ.
Σ: ρίχνω άγκυρα, αράζω1
αγκυροβολεί
Σ: αράζει, προσορμίζεται, ελλιμενίζεται λόγ.: Τα καράβια έχουν αγκυροβολήσει λόγω των θυελλωδών ανέμων.
-βολ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βολ- αναφέρονται στη ρίψη ενός αντικειμένου ή στην εξάπλωση ενός φαινομένου.Το συστατικό -βολ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα βάλλω (= πετάω, ρίχνω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ρήματα
-βολάω [voláo]
Στον καθημερινό λόγο, το -βολάω σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια πράξη γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ειρωνικά για μια πολύτεκνη γυναίκα ότι γεννοβολάει συνέχεια.
-βολώ [voló]
Για παράδειγμα, λέμε ότι κάτι ακτινοβολεί όταν εκπέμπει ακτίνες φωτός.
Ουσιαστικά
-βόληση [vólisi]
Για παράδειγμα, η αγκυροβόληση είναι η πράξη κατά την οποία ένα καράβι ρίχνει άγκυρα· η ακτινοβόληση είναι η έκθεση ενός σώματος σε ακτινοβολία.
-βολητό [volitó]
Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, το ποδοβολητό είναι ο θόρυβος που κάνουν πολλά πόδια που τρέχουν μαζί.
-βολία [volía]
Για παράδειγμα, η τοξοβολία είναι το άθλημα κατά το οποίο ρίχνουμε βέλη με τόξο.
-βόλος [vólos]
(αθλητ.) Για παράδειγμα, ο δισκοβόλος είναι ο αθλητής της δισκοβολίας.
Επίθετα
-βολικός [volikós], -βολική, -βολικό
Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι υπερβολικό ξεπερνάει το κανονικό ή το συνηθισμένο, γίνεται ή λέγεται με υπερβολή.
-βόλος [vólos], -βόλος/-βόλα, -βόλο
Για παράδειγμα, τα φυλλοβόλα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το χειμώνα· κεραυνοβόλος είναι ο ξαφνικός και πολύ δυνατός έρωτας.
✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. πυροβόλο, ταχυβόλο, φλογοβόλο).
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
✔ Η λέξη αμφιβολία (= αβεβαιότητα, ενδοιασμός, επιφύλαξη) είχε αρχικά τη σημασία «επίθεση από δύο μεριές».