Λεξισκόπιο: ίσα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ί-σα

Μορφολογία

ίσα επίρρ.


ίσα επιφ.


ίσο ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοίσοταίσα
Γενικήτουίσουτωνίσων
Αιτιατικήτοίσοταίσα
Κλητική ίσο ίσα

ίσος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοίσοςοιίσοι
Γενικήτουίσουτωνίσων
Αιτιατικήτονίσοτουςίσους
Κλητική ίσε ίσοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηίσηοιίσες
Γενικήτηςίσηςτωνίσων
Αιτιατικήτηνίσητιςίσες
Κλητική ίση ίσες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοίσοταίσα
Γενικήτουίσουτωνίσων
Αιτιατικήτοίσοταίσα
Κλητική ίσο ίσα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ίσα επίρρ.

Σεξίσου


ίσο ουσ.

Σισοκράτης, κράτημα3


ίσος επίθ.

  1. Αάνισος1: ίσες γωνίες
  2. Σισάξιος, ισότιμος1, ισοδύναμος1: Οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες.

ΕΚΦ: ανταποδίδω τα ίσα


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.