Λεξισκόπιο: ψύχραιμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψύ-χραι-μος

Μορφολογία

ψύχραιμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοψύχραιμοςοιψύχραιμοι
Γενικήτουψύχραιμουτωνψύχραιμων
Αιτιατικήτονψύχραιμοτουςψύχραιμους
Κλητική ψύχραιμε ψύχραιμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηψύχραιμηοιψύχραιμες
Γενικήτηςψύχραιμηςτωνψύχραιμων
Αιτιατικήτηνψύχραιμητιςψύχραιμες
Κλητική ψύχραιμη ψύχραιμες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοψύχραιμοταψύχραιμα
Γενικήτουψύχραιμουτωνψύχραιμων
Αιτιατικήτοψύχραιμοταψύχραιμα
Κλητική ψύχραιμο ψύχραιμα

ψυχραιμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοψυχραιμότεροςοιψυχραιμότεροι
Γενικήτουψυχραιμότερουτωνψυχραιμότερων
Αιτιατικήτονψυχραιμότεροτουςψυχραιμότερους
Κλητική ψυχραιμότερε ψυχραιμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηψυχραιμότερηοιψυχραιμότερες
Γενικήτηςψυχραιμότερηςτωνψυχραιμότερων
Αιτιατικήτηνψυχραιμότερητιςψυχραιμότερες
Κλητική ψυχραιμότερη ψυχραιμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοψυχραιμότεροταψυχραιμότερα
Γενικήτουψυχραιμότερουτωνψυχραιμότερων
Αιτιατικήτοψυχραιμότεροταψυχραιμότερα
Κλητική ψυχραιμότερο ψυχραιμότερα

ψυχραιμότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοψυχραιμότατοςοιψυχραιμότατοι
Γενικήτουψυχραιμότατουτωνψυχραιμότατων
Αιτιατικήτονψυχραιμότατοτουςψυχραιμότατους
Κλητική ψυχραιμότατε ψυχραιμότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηψυχραιμότατηοιψυχραιμότατες
Γενικήτηςψυχραιμότατηςτωνψυχραιμότατων
Αιτιατικήτηνψυχραιμότατητιςψυχραιμότατες
Κλητική ψυχραιμότατη ψυχραιμότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοψυχραιμότατοταψυχραιμότατα
Γενικήτουψυχραιμότατουτωνψυχραιμότατων
Αιτιατικήτοψυχραιμότατοταψυχραιμότατα
Κλητική ψυχραιμότατο ψυχραιμότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψύχραιμος επίθ.

Σατάραχος, ήρεμος1


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.