Λεξισκόπιο: ψιλοδουλεμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψι-λο-δου-λε-μέ-νος

Μορφολογία

ψιλοδουλεμένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοψιλοδουλεμένοςοιψιλοδουλεμένοι
Γενικήτουψιλοδουλεμένουτωνψιλοδουλεμένων
Αιτιατικήτονψιλοδουλεμένοτουςψιλοδουλεμένους
Κλητική ψιλοδουλεμένε ψιλοδουλεμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηψιλοδουλεμένηοιψιλοδουλεμένες
Γενικήτηςψιλοδουλεμένηςτωνψιλοδουλεμένων
Αιτιατικήτηνψιλοδουλεμένητιςψιλοδουλεμένες
Κλητική ψιλοδουλεμένη ψιλοδουλεμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοψιλοδουλεμένοταψιλοδουλεμένα
Γενικήτουψιλοδουλεμένουτωνψιλοδουλεμένων
Αιτιατικήτοψιλοδουλεμένοταψιλοδουλεμένα
Κλητική ψιλοδουλεμένο ψιλοδουλεμένα

ψιλοδουλεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλεύωψιλοδουλεύουμε & ψιλοδουλεύομε διαλ.
Βψιλοδουλεύειςψιλοδουλεύετε
Γψιλοδουλεύειψιλοδουλεύουν & ψιλοδουλεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψιλοδούλευεψιλοδουλεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήψιλοδουλεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδούλεψαψιλοδουλέψαμε
Βψιλοδούλεψεςψιλοδουλέψατε
Γψιλοδούλεψεψιλοδούλεψαν & ψιλοδουλέψαν προφ. & ψιλοδουλέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλέψωψιλοδουλέψουμε & ψιλοδουλέψομε διαλ.
Βψιλοδουλέψειςψιλοδουλέψετε
Γψιλοδουλέψειψιλοδουλέψουν & ψιλοδουλέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψιλοδούλεψεψιλοδουλέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψιλοδουλέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδούλευαψιλοδουλεύαμε
Βψιλοδούλευεςψιλοδουλεύατε
Γψιλοδούλευεψιλοδούλευαν & ψιλοδουλεύαν προφ. & ψιλοδουλεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλεύομαιψιλοδουλευόμαστε
Βψιλοδουλεύεσαιψιλοδουλεύεστε & ψιλοδουλευόσαστε προφ.
Γψιλοδουλεύεταιψιλοδουλεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βψιλοδουλεύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλεύτηκαψιλοδουλευτήκαμε
Βψιλοδουλεύτηκεςψιλοδουλευτήκατε
Γψιλοδουλεύτηκεψιλοδουλεύτηκαν & ψιλοδουλευτήκαν προφ. & ψιλοδουλευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλευτώψιλοδουλευτούμε
Βψιλοδουλευτείςψιλοδουλευτείτε
Γψιλοδουλευτείψιλοδουλευτούν & ψιλοδουλευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψιλοδουλέψουψιλοδουλευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψιλοδουλευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιλοδουλευόμουν & ψιλοδουλευόμουνα προφ. ψιλοδουλευόμασταν & ψιλοδουλευόμαστε
Βψιλοδουλευόσουν & ψιλοδουλευόσουνα προφ. ψιλοδουλευόσασταν & ψιλοδουλευόσαστε προφ.
Γψιλοδουλευόταν & ψιλοδουλευότανε προφ. ψιλοδουλεύονταν & ψιλοδουλευόντανε προφ. & ψιλοδουλευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήψιλοδουλεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψιλοδουλεμένος επίθ.

Σλεπτοδουλεμένος

Προθήματα - Επιθήματα

ψιλο- [psilo]

ψιλό- [psiló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο ψιλός.

1. Μικρό πάχος ή μέγεθος

Το ψιλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ή γίνεται πολύ λεπτό ή πολύ μικρό. Για παράδειγμα, ένα ψιλόφλουδο φρούτο έχει πολύ λεπτή φλούδα· όταν ψιλοκόβουμε το κρεμμύδι το κόβουμε σε πολύ μικρά κομμάτια.

ψιλοαλεσμένος, -η, -ο

ψιλογνέθω

ψιλοκομμένος, -η, -ο

ψιλοκόβω

ψιλόφλουδος, -η, -ο

⇨ Λέξεις με παρόμοια σημασία σχηματίζονται και με το λεπτο-* (π.χ. λεπτοκομμένος).

ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το χοντρο-* (π.χ. ψιλοαλεσμένοςχοντροαλεσμένος).

2. Αναφορά στη λεπτομέρεια

Το ψιλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μια ενέργεια με έμφαση στη λεπτομέρεια και με σχολαστικό τρόπο. Για παράδειγμα, κάτι ψιλοδουλεμένο είναι φτιαγμένο με πολλή λεπτομέρεια και προσοχή.

ψιλοβελονιά

ψιλοδουλεμένος, -η, -ο

ψιλολογώ

ψιλοδουλειά

ψιλοκαμωμένος, -η, -ο

3. Σε μικρό βαθμό

Στον καθημερινό λόγο, το ψιλο- συνδέεται κυρίως με ρήματα για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται σε μικρό βαθμό ή με αργό ρυθμό. Για παράδειγμα, αν κάποιος ψιλοαργήσει έχει αργήσει λίγη ώρα και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, ενώ όταν ψιλοχαράζει έχει αρχίσει να χαράζει σιγά σιγά.

ψιλοαγανακτώ, ψιλοανησυχώ, ψιλοαργώ, ψιλοβρέχει, ψιλογερνάω, ψιλοδιψάω, ψιλοζεσταίνομαι, ψιλοζηλεύω, ψιλοκαταλαβαίνω, ψιλοκαταφέρνω, ψιλοκρυώνω, ψιλομεθάω, ψιλονευριάζω, ψιλονυστάζω, ψιλοπεινάω, ψιλοσκοτεινιάζει, ψιλοσυμπαθώ, ψιλοτρομάζω, ψιλοφέγγει, ψιλοφταίω

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μικρό βαθμό (υποκοριστική σημασία) βλ. υπο-* και ψευτο-*.

4. Μικρή σημασία

Το ψιλο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κάτι μικρό και ασήμαντο. Για παράδειγμα, πιάνουμε ψιλοκουβέντα όταν αρχίζουμε να συζητάμε για όχι ιδιαίτερα σημαντικά θέματα.

ψιλοζημιά, ψιλοκαβγάς, ψιλοκουβέντα, ψιλολόι, ψιλοπράγματα

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. μικρο-* (π.χ. μικροζημιά, μικροπράγματα).


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.