Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
φυ-λά-ξου
Μορφολογία
φυλάσσω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάσσω λόγ. | φυλάσσομε λόγ. & φυλάσσουμε λόγ. |
Β | φυλάσσεις λόγ. | φυλάσσετε λόγ. |
Γ | φυλάσσει λόγ. | φυλάσσουν λόγ. & φυλάσσουνε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φύλασσε λόγ. | φυλάσσετε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλάσσοντας λόγ. |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φύλαξα | φυλάξαμε |
Β | φύλαξες | φυλάξατε |
Γ | φύλαξε | φύλαξαν & φυλάξαν προφ. & φυλάξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάξω | φυλάξουμε & φυλάξομε διαλ. |
Β | φυλάξεις | φυλάξετε |
Γ | φυλάξει | φυλάξουν & φυλάξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φύλαξε | φυλάξετε & φυλάξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλάξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλούσα & φύλασσα λόγ. | φυλούσαμε & φυλάσσαμε λόγ. |
Β | φυλούσες & φύλασσες λόγ. | φυλούσατε & φυλάσσατε λόγ. |
Γ | φυλούσε & φύλασσε λόγ. | φυλούσαν & φυλάσσαν λόγ. & φυλάσσανε λόγ. & φύλασσαν λόγ. & φυλούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάσσομαι λόγ. | φυλασσόμαστε λόγ. |
Β | φυλάσσεσαι λόγ. | φυλάσσεστε λόγ. & φυλασσόσαστε λόγ. |
Γ | φυλάσσεται λόγ. | φυλάσσονται λόγ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | φυλάσσεστε λόγ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλασσόμενος λόγ. |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάχθηκα λόγ. | φυλαχθήκαμε λόγ. |
Β | φυλάχθηκες λόγ. | φυλαχθήκατε λόγ. |
Γ | φυλάχθηκε λόγ. | φυλάχθηκαν λόγ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλαχθώ λόγ. | φυλαχθούμε λόγ. |
Β | φυλαχθείς λόγ. | φυλαχθείτε λόγ. |
Γ | φυλαχθεί λόγ. | φυλαχθούν λόγ. & φυλαχθούνε λόγ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φυλάξου | φυλαχθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλαχθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλασσόμουν λόγ. & φυλασσόμουνα λόγ. | φυλασσόμασταν λόγ. & φυλασσόμαστε λόγ. |
Β | φυλασσόσουν λόγ. & φυλασσόσουνα λόγ. | φυλασσόσασταν λόγ. & φυλασσόσαστε λόγ. |
Γ | φυλασσόταν λόγ. & φυλασσότανε λόγ. | φυλάσσονταν λόγ. & φυλασσόντανε λόγ. & φυλασσόντουσαν λόγ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | φυλαγμένος |
φυλάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάγω & φυλώ & φυλάω προφ. | φυλάγουμε & φυλάμε & φυλούμε & φυλάγομε διαλ. |
Β | φυλάγεις & φυλάς | φυλάγετε & φυλάτε |
Γ | φυλά & φυλάγει & φυλάει προφ. | φυλάγουν & φυλούν & φυλάγουνε προφ. & φυλάν προφ. & φυλάνε προφ. & φυλούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φύλαγε & φύλα προφ. | φυλάγετε & φυλάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλάγοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φύλαξα | φυλάξαμε |
Β | φύλαξες | φυλάξατε |
Γ | φύλαξε | φύλαξαν & φυλάξαν προφ. & φυλάξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάξω | φυλάξουμε & φυλάξομε διαλ. |
Β | φυλάξεις | φυλάξετε |
Γ | φυλάξει | φυλάξουν & φυλάξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φύλαξε & φύλα προφ. | φυλάξετε & φυλάξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλάξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλούσα & φύλαγα | φυλάγαμε & φυλούσαμε |
Β | φυλούσες & φύλαγες | φυλάγατε & φυλούσατε |
Γ | φυλούσε & φύλαγε | φυλούσαν & φύλαγαν & φυλάγαν προφ. & φυλάγανε προφ. & φυλούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάγομαι | φυλαγόμαστε |
Β | φυλάγεσαι | φυλάγεστε & φυλαγόσαστε προφ. |
Γ | φυλάγεται | φυλάγονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φυλαγόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλάχτηκα & φυλάχθηκα λόγ. | φυλαχτήκαμε & φυλαχθήκαμε λόγ. |
Β | φυλάχτηκες & φυλάχθηκες λόγ. | φυλαχτήκατε & φυλαχθήκατε λόγ. |
Γ | φυλάχτηκε & φυλάχθηκε λόγ. | φυλάχτηκαν & φυλάχθηκαν λόγ. & φυλαχτήκαν προφ. & φυλαχτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλαχτώ & φυλαχθώ λόγ. | φυλαχτούμε & φυλαχθούμε λόγ. |
Β | φυλαχτείς & φυλαχθείς λόγ. | φυλαχτείτε & φυλαχθείτε λόγ. |
Γ | φυλαχτεί & φυλαχθεί λόγ. | φυλαχτούν & φυλαχθούν λόγ. & φυλαχθούνε λόγ. & φυλαχτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φυλάξου | φυλαχτείτε & φυλαχθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φυλαχτεί & φυλαχθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φυλαγόμουν & φυλαγόμουνα προφ. | φυλαγόμασταν & φυλαγόμαστε |
Β | φυλαγόσουν & φυλαγόσουνα προφ. | φυλαγόσασταν & φυλαγόσαστε προφ. |
Γ | φυλαγόταν & φυλαγότανε προφ. | φυλάγονταν & φυλαγόντανε προφ. & φυλαγόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | φυλαγμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
φυλάσσω ρήμ. λόγ.
Σ: φυλάω1, προσέχω2, επιτηρώ3: Φυλάσσουν τη διάβαση του τρένου.
φυλάω ρήμ.
- Σ: επιτηρώ3, προσέχω2: Φυλάει τα πρόβατα.
- Σ: προφυλάσσω, προστατεύω1: Ο Θεός να σε φυλάει!
- Σ: κρατάω4: Φύλαξέ μου φαγητό στο ψυγείο.
ΕΚΦ: φυλάω σκοπιά
φυλάξου επιφ.
Σ: πρόσεχε, προσοχή
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.