Λεξισκόπιο: φουντώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φου-ντώ-νω

Μορφολογία

φουντώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουντώνωφουντώνουμε & φουντώνομε διαλ.
Βφουντώνειςφουντώνετε
Γφουντώνειφουντώνουν & φουντώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφούντωνεφουντώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήφουντώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφούντωσαφουντώσαμε
Βφούντωσεςφουντώσατε
Γφούντωσεφούντωσαν & φουντώσαν προφ. & φουντώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφουντώσωφουντώσουμε & φουντώσομε διαλ.
Βφουντώσειςφουντώσετε
Γφουντώσειφουντώσουν & φουντώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφούντωσεφουντώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοφουντώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφούντωναφουντώναμε
Βφούντωνεςφουντώνατε
Γφούντωνεφούντωναν & φουντώναν προφ. & φουντώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήφουντωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

φουντώνω ρήμ.

  1. Σεξάπτομαι: Μη φουντώνεις.
  2. Σερεθίζομαι: Φούντωσαν τα σπυράκια.
  3. Σαναψοκοκκινίζω, ξανάβω προφ.

φουντώνει

  1. Σαναπτύσσεται, θεριεύει προφ.: Φούντωσε η τριανταφυλλιά. Αμαραίνεται
  2. Σλαμπαδιάζει, δυναμώνει: Φούντωσε η φωτιά.
  3. Σανάβει2: Φούντωσε ο καβγάς.

φουντωμένος μτχ.

  1. Σφουντωτός1
  2. Σξαναμμένος προφ.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.