Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
φο-νεύ-ω
Μορφολογία
φονεύω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονεύω | φονεύουμε & φονεύομε διαλ. |
Β | φονεύεις | φονεύετε |
Γ | φονεύει | φονεύουν & φονεύουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φόνευε | φονεύετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φονεύοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φόνευσα | φονεύσαμε |
Β | φόνευσες | φονεύσατε |
Γ | φόνευσε | φόνευσαν & φονεύσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονεύσω | φονεύσουμε & φονεύσομε διαλ. |
Β | φονεύσεις | φονεύσετε |
Γ | φονεύσει | φονεύσουν & φονεύσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φόνευσε | φονεύσετε & φονεύστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φονεύσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φόνευα | φονεύαμε |
Β | φόνευες | φονεύατε |
Γ | φόνευε | φόνευαν & φονεύανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονεύομαι | φονευόμαστε |
Β | φονεύεσαι | φονεύεστε & φονευόσαστε προφ. |
Γ | φονεύεται | φονεύονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φονευόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονεύτηκα & φονεύθηκα λόγ. | φονευτήκαμε & φονευθήκαμε λόγ. |
Β | φονεύτηκες & φονεύθηκες λόγ. | φονευτήκατε & φονευθήκατε λόγ. |
Γ | φονεύτηκε & φονεύθηκε λόγ. | φονεύτηκαν & φονευθήκανε λόγ. & φονεύθηκαν λόγ. & φονευτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονευτώ & φονευθώ λόγ. | φονευτούμε & φονευθούμε λόγ. |
Β | φονευτείς & φονευθείς λόγ. | φονευτείτε & φονευθείτε λόγ. |
Γ | φονευτεί & φονευθεί λόγ. | φονευτούν & φονευθούν λόγ. & φονευθούνε λόγ. & φονευτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φονεύσου | φονευτείτε & φονευθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φονευτεί & φονευθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φονευόμουν & φονευόμουνα προφ. | φονευόμασταν & φονευόμαστε |
Β | φονευόσουν & φονευόσουνα προφ. | φονευόσασταν & φονευόσαστε προφ. |
Γ | φονευόταν & φονευότανε προφ. | φονεύονταν & φονευόντανε προφ. & φονευόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | φονευμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
φονεύω ρήμ. λόγ.
Σ: δολοφονώ1, σκοτώνω1, αφαιρώ τη ζωή
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.