Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
φιλ-τρά-ρω
Μορφολογία
φιλτράρω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτράρω | φιλτράρουμε & φιλτράρομε διαλ. |
Β | φιλτράρεις | φιλτράρετε |
Γ | φιλτράρει | φιλτράρουν & φιλτράρουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φίλτραρε & φιλτράριζε | φιλτράρετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | φιλτράροντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φίλτραρα & φιλτράρισα | φιλτράραμε |
Β | φίλτραρες & φιλτράρισες | φιλτράρατε |
Γ | φίλτραρε & φιλτράρισε | φίλτραραν & φιλτράρισαν & φιλτράραν προφ. & φιλτράρανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτράρω | φιλτράρουμε & φιλτράρομε διαλ. |
Β | φιλτράρεις | φιλτράρετε |
Γ | φιλτράρει | φιλτράρουν & φιλτράρουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φίλτραρε & φιλτράρισε | φιλτράρετε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φιλτράρει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φίλτραρα & φιλτράριζα | φιλτράραμε |
Β | φίλτραρες & φιλτράριζες | φιλτράρατε |
Γ | φίλτραρε & φιλτράριζε | φίλτραραν & φιλτράριζαν & φιλτράρονταν & φιλτράραν προφ. & φιλτράρανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτράρομαι | φιλτραριζόμαστε |
Β | φιλτράρεσαι | φιλτράρεστε & φιλτραριζόσαστε προφ. |
Γ | φιλτράρεται | φιλτράρονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτραρίστηκα | φιλτραριστήκαμε |
Β | φιλτραρίστηκες | φιλτραριστήκατε |
Γ | φιλτραρίστηκε | φιλτραρίστηκαν & φιλτραριστήκαν προφ. & φιλτραριστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτραριστώ | φιλτραριστούμε |
Β | φιλτραριστείς | φιλτραριστείτε |
Γ | φιλτραριστεί | φιλτραριστούν & φιλτραριστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | φιλτραρίσου | φιλτραριστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | φιλτραριστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | φιλτραριζόμουν & φιλτραριζόμουνα προφ. | φιλτραριζόμασταν & φιλτραριζόμαστε |
Β | φιλτραριζόσουν & φιλτραριζόσουνα προφ. | φιλτραριζόσασταν & φιλτραριζόσαστε προφ. |
Γ | φιλτραριζόταν & φιλτραριζότανε προφ. | φιλτραρίζονταν & φιλτραριζόντανε προφ. & φιλτραριζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | φιλτραρισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
φιλτράρω ρήμ.
Σ: διηθώ λόγ., διυλίζω, λαμπικάρω1 προφ.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.