Λεξισκόπιο: φειδωλεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φει-δω-λεύ-ο-μαι

Μορφολογία

φειδωλεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφειδωλεύομαιφειδωλευόμαστε
Βφειδωλεύεσαιφειδωλεύεστε & φειδωλεύεσθε λόγ. & φειδωλευόσαστε προφ.
Γφειδωλεύεταιφειδωλεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφειδωλεύεστε & φειδωλεύεσθε λόγ.
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφειδωλεύτηκα & φειδωλεύθηκα λόγ. φειδωλευτήκαμε & φειδωλευθήκαμε λόγ.
Βφειδωλεύτηκες & φειδωλεύθηκες λόγ. φειδωλευτήκατε & φειδωλευθήκατε λόγ.
Γφειδωλεύτηκε & φειδωλεύθηκε λόγ. φειδωλεύτηκαν & φειδωλευθήκανε λόγ. & φειδωλεύθηκαν λόγ. & φειδωλευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφειδωλευτώ & φειδωλευθώ λόγ. φειδωλευτούμε & φειδωλευθούμε λόγ.
Βφειδωλευτείς & φειδωλευθείς λόγ. φειδωλευτείτε & φειδωλευθείτε λόγ.
Γφειδωλευτεί & φειδωλευθεί λόγ. φειδωλευτούν & φειδωλευθούν λόγ. & φειδωλευθούνε λόγ. & φειδωλευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφειδωλευτείτε & φειδωλευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοφειδωλευτεί & φειδωλευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφειδωλευόμουν & φειδωλευόμουνα προφ. φειδωλευόμασταν & φειδωλευόμαστε
Βφειδωλευόσουν & φειδωλευόσουνα προφ. φειδωλευόσασταν & φειδωλευόσαστε προφ.
Γφειδωλευόταν & φειδωλευότανε προφ. φειδωλεύονταν & φειδωλευόντανε προφ. & φειδωλευόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

φειδωλεύομαι ρήμ. λόγ.

  1. Σκάνω οικονομία Ασπαταλάω2, χαραμίζω λαϊκ.
  2. Στσιγκουνεύομαι

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.