Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
υ-πο-ψι-α-σμέ-νος
Μορφολογία
υποψιάζομαι ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάζω | υποψιάζουμε & υποψιάζομε διαλ. |
Β | υποψιάζεις | υποψιάζετε |
Γ | υποψιάζει | υποψιάζουν & υποψιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψίαζε | υποψιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υποψιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψίασα | υποψιάσαμε |
Β | υποψίασες | υποψιάσατε |
Γ | υποψίασε | υποψίασαν & υποψιάσαν προφ. & υποψιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάσω | υποψιάσουμε & υποψιάσομε διαλ. |
Β | υποψιάσεις | υποψιάσετε |
Γ | υποψιάσει | υποψιάσουν & υποψιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψίασε | υποψιάσετε & υποψιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υποψιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψίαζα | υποψιάζαμε |
Β | υποψίαζες | υποψιάζατε |
Γ | υποψίαζε | υποψίαζαν |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάζομαι | υποψιαζόμαστε |
Β | υποψιάζεσαι | υποψιάζεστε & υποψιαζόσαστε προφ. |
Γ | υποψιάζεται | υποψιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υποψιαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάστηκα & υποψιάσθηκα λόγ. | υποψιαστήκαμε & υποψιασθήκαμε λόγ. |
Β | υποψιάστηκες & υποψιάσθηκες λόγ. | υποψιαστήκατε & υποψιασθήκατε λόγ. |
Γ | υποψιάστηκε & υποψιάσθηκε λόγ. | υποψιάστηκαν & υποψιάσθηκαν λόγ. & υποψιαστήκαν προφ. & υποψιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιαστώ & υποψιασθώ λόγ. | υποψιαστούμε & υποψιασθούμε λόγ. |
Β | υποψιαστείς & υποψιασθείς λόγ. | υποψιαστείτε & υποψιασθείτε λόγ. |
Γ | υποψιαστεί & υποψιασθεί λόγ. | υποψιαστούν & υποψιασθούν λόγ. & υποψιασθούνε λόγ. & υποψιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψιάσου | υποψιαστείτε & υποψιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υποψιαστεί & υποψιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιαζόμουν & υποψιαζόμουνα προφ. | υποψιαζόμασταν & υποψιαζόμαστε |
Β | υποψιαζόσουν & υποψιαζόσουνα προφ. | υποψιαζόσασταν & υποψιαζόσαστε προφ. |
Γ | υποψιαζόταν & υποψιαζότανε προφ. | υποψιάζονταν & υποψιαζόντανε προφ. & υποψιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | υποψιασμένος |
υποψιάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάζω | υποψιάζουμε & υποψιάζομε διαλ. |
Β | υποψιάζεις | υποψιάζετε |
Γ | υποψιάζει | υποψιάζουν & υποψιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψίαζε | υποψιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υποψιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψίασα | υποψιάσαμε |
Β | υποψίασες | υποψιάσατε |
Γ | υποψίασε | υποψίασαν & υποψιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάσω | υποψιάσουμε & υποψιάσομε διαλ. |
Β | υποψιάσεις | υποψιάσετε |
Γ | υποψιάσει | υποψιάσουν & υποψιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψίασε | υποψιάσετε & υποψιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υποψιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψίαζα | υποψιάζαμε |
Β | υποψίαζες | υποψιάζατε |
Γ | υποψίαζε | υποψίαζαν & υποψιάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάζομαι | υποψιαζόμαστε |
Β | υποψιάζεσαι | υποψιάζεστε & υποψιαζόσαστε προφ. |
Γ | υποψιάζεται | υποψιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | υποψιαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιάστηκα & υποψιάσθηκα λόγ. | υποψιαστήκαμε & υποψιασθήκαμε λόγ. |
Β | υποψιάστηκες & υποψιάσθηκες λόγ. | υποψιαστήκατε & υποψιασθήκατε λόγ. |
Γ | υποψιάστηκε & υποψιάσθηκε λόγ. | υποψιάστηκαν & υποψιάσθηκαν λόγ. & υποψιαστήκαν προφ. & υποψιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιαστώ & υποψιασθώ λόγ. | υποψιαστούμε & υποψιασθούμε λόγ. |
Β | υποψιαστείς & υποψιασθείς λόγ. | υποψιαστείτε & υποψιασθείτε λόγ. |
Γ | υποψιαστεί & υποψιασθεί λόγ. | υποψιαστούν & υποψιασθούν λόγ. & υποψιασθούνε λόγ. & υποψιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | υποψιάσου | υποψιαστείτε & υποψιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | υποψιαστεί & υποψιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | υποψιαζόμουν & υποψιαζόμουνα προφ. | υποψιαζόμασταν & υποψιαζόμαστε |
Β | υποψιαζόσουν & υποψιαζόσουνα προφ. | υποψιαζόσασταν & υποψιαζόσαστε προφ. |
Γ | υποψιαζόταν & υποψιαζότανε προφ. | υποψιάζονταν & υποψιαζόντανε προφ. & υποψιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | υποψιασμένος |
υποψιασμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | υποψιασμένος | οι | υποψιασμένοι |
Γενική | του | υποψιασμένου | των | υποψιασμένων |
Αιτιατική | τον | υποψιασμένο | τους | υποψιασμένους |
Κλητική | | υποψιασμένε | | υποψιασμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | υποψιασμένη | οι | υποψιασμένες |
Γενική | της | υποψιασμένης | των | υποψιασμένων |
Αιτιατική | την | υποψιασμένη | τις | υποψιασμένες |
Κλητική | | υποψιασμένη | | υποψιασμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | υποψιασμένο | τα | υποψιασμένα |
Γενική | του | υποψιασμένου | των | υποψιασμένων |
Αιτιατική | το | υποψιασμένο | τα | υποψιασμένα |
Κλητική | | υποψιασμένο | | υποψιασμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
υποψιάζομαι ρήμ.
Σ: υποπτεύομαι, ψυλλιάζομαι
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.