Λεξισκόπιο: υπερφαλαγγίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

υ-περ-φα-λαγ-γί-ζω

Μορφολογία

υπερφαλαγγίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγίζωυπερφαλαγγίζουμε & υπερφαλαγγίζομε διαλ.
Βυπερφαλαγγίζειςυπερφαλαγγίζετε
Γυπερφαλαγγίζειυπερφαλαγγίζουν & υπερφαλαγγίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βυπερφαλάγγιζευπερφαλαγγίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήυπερφαλαγγίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλάγγισαυπερφαλαγγίσαμε
Βυπερφαλάγγισεςυπερφαλαγγίσατε
Γυπερφαλάγγισευπερφαλάγγισαν & υπερφαλαγγίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγίσωυπερφαλαγγίσουμε & υπερφαλαγγίσομε διαλ.
Βυπερφαλαγγίσειςυπερφαλαγγίσετε
Γυπερφαλαγγίσειυπερφαλαγγίσουν & υπερφαλαγγίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βυπερφαλάγγισευπερφαλαγγίσετε & υπερφαλαγγίστε
Αόριστος-Απαρέμφατουπερφαλαγγίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλάγγιζαυπερφαλαγγίζαμε
Βυπερφαλάγγιζεςυπερφαλαγγίζατε
Γυπερφαλάγγιζευπερφαλάγγιζαν & υπερφαλαγγίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγίζομαιυπερφαλαγγιζόμαστε
Βυπερφαλαγγίζεσαιυπερφαλαγγίζεστε & υπερφαλαγγιζόσαστε προφ.
Γυπερφαλαγγίζεταιυπερφαλαγγίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βυπερφαλαγγίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήυπερφαλαγγιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγίστηκα & υπερφαλαγγίσθηκα λόγ. υπερφαλαγγιστήκαμε & υπερφαλαγγισθήκαμε λόγ.
Βυπερφαλαγγίστηκες & υπερφαλαγγίσθηκες λόγ. υπερφαλαγγιστήκατε & υπερφαλαγγισθήκατε λόγ.
Γυπερφαλαγγίστηκε & υπερφαλαγγίσθηκε λόγ. υπερφαλαγγίστηκαν & υπερφαλαγγίσθηκαν λόγ. & υπερφαλαγγιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγιστώ & υπερφαλαγγισθώ λόγ. υπερφαλαγγιστούμε & υπερφαλαγγισθούμε λόγ.
Βυπερφαλαγγιστείς & υπερφαλαγγισθείς λόγ. υπερφαλαγγιστείτε & υπερφαλαγγισθείτε λόγ.
Γυπερφαλαγγιστεί & υπερφαλαγγισθεί λόγ. υπερφαλαγγιστούν & υπερφαλαγγισθούν λόγ. & υπερφαλαγγισθούνε λόγ. & υπερφαλαγγιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βυπερφαλαγγίσουυπερφαλαγγιστείτε & υπερφαλαγγισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατουπερφαλαγγιστεί & υπερφαλαγγισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αυπερφαλαγγιζόμουν & υπερφαλαγγιζόμουνα προφ. υπερφαλαγγιζόμασταν & υπερφαλαγγιζόμαστε
Βυπερφαλαγγιζόσουν & υπερφαλαγγιζόσουνα προφ. υπερφαλαγγιζόσασταν & υπερφαλαγγιζόσαστε προφ.
Γυπερφαλαγγιζόταν & υπερφαλαγγιζότανε προφ. υπερφαλαγγίζονταν & υπερφαλαγγιζόντανε προφ. & υπερφαλαγγιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήυπερφαλαγγισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

υπερφαλαγγίζω ρήμ.

Συπερκεράζω, ξεπερνάω2, παρακάμπτω3


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.