Λεξισκόπιο: τεκμηριωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τεκ-μη-ρι-ω-μέ-νος

Μορφολογία

τεκμηριωμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοτεκμηριωμένοςοιτεκμηριωμένοι
Γενικήτουτεκμηριωμένουτωντεκμηριωμένων
Αιτιατικήτοντεκμηριωμένοτουςτεκμηριωμένους
Κλητική τεκμηριωμένε τεκμηριωμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήητεκμηριωμένηοιτεκμηριωμένες
Γενικήτηςτεκμηριωμένηςτωντεκμηριωμένων
Αιτιατικήτηντεκμηριωμένητιςτεκμηριωμένες
Κλητική τεκμηριωμένη τεκμηριωμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοτεκμηριωμένοτατεκμηριωμένα
Γενικήτουτεκμηριωμένουτωντεκμηριωμένων
Αιτιατικήτοτεκμηριωμένοτατεκμηριωμένα
Κλητική τεκμηριωμένο τεκμηριωμένα

τεκμηριώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριώνωτεκμηριώνουμε & τεκμηριώνομε διαλ.
Βτεκμηριώνειςτεκμηριώνετε
Γτεκμηριώνειτεκμηριώνουν & τεκμηριώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτεκμηρίωνετεκμηριώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήτεκμηριώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηρίωσατεκμηριώσαμε
Βτεκμηρίωσεςτεκμηριώσατε
Γτεκμηρίωσετεκμηρίωσαν & τεκμηριώσαν προφ. & τεκμηριώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριώσωτεκμηριώσουμε & τεκμηριώσομε διαλ.
Βτεκμηριώσειςτεκμηριώσετε
Γτεκμηριώσειτεκμηριώσουν & τεκμηριώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτεκμηρίωσετεκμηριώσετε & τεκμηριώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοτεκμηριώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηρίωνατεκμηριώναμε
Βτεκμηρίωνεςτεκμηριώνατε
Γτεκμηρίωνετεκμηρίωναν & τεκμηριώναν προφ. & τεκμηριώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριώνομαιτεκμηριωνόμαστε
Βτεκμηριώνεσαιτεκμηριώνεστε & τεκμηριωνόσαστε προφ.
Γτεκμηριώνεταιτεκμηριώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτεκμηριώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριώθηκατεκμηριωθήκαμε
Βτεκμηριώθηκεςτεκμηριωθήκατε
Γτεκμηριώθηκετεκμηριώθηκαν & τεκμηριωθήκαν προφ. & τεκμηριωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριωθώτεκμηριωθούμε
Βτεκμηριωθείςτεκμηριωθείτε
Γτεκμηριωθείτεκμηριωθούν & τεκμηριωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτεκμηριώσουτεκμηριωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοτεκμηριωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατεκμηριωνόμουν & τεκμηριωνόμουνα προφ. τεκμηριωνόμασταν & τεκμηριωνόμαστε
Βτεκμηριωνόσουν & τεκμηριωνόσουνα προφ. τεκμηριωνόσασταν & τεκμηριωνόσαστε προφ.
Γτεκμηριωνόταν & τεκμηριωνότανε προφ. τεκμηριώνονταν & τεκμηριωνόντανε προφ. & τεκμηριωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήτεκμηριωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

τεκμηριώνω ρήμ.

Σαποδεικνύω, στοιχειοθετώ2, θεμελιώνω5: Δεν τεκμηριώνεις τους ισχυρισμούς σου.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.