Λεξισκόπιο: ταΐζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τα-ΐ-ζω

Μορφολογία

ταΐζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταΐζωταΐζουμε & ταΐζομε διαλ.
Βταΐζειςταΐζετε
Γταΐζειταΐζουν & ταΐζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτάιζεταΐζετε
Ενεστώτας-Μετοχήταΐζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατάισαταΐσαμε
Βτάισεςταΐσατε
Γτάισετάισαν & ταΐσαν προφ. & ταΐσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταΐσωταΐσουμε & ταΐσομε διαλ.
Βταΐσειςταΐσετε
Γταΐσειταΐσουν & ταΐσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτάισεταΐσετε & ταΐστε
Αόριστος-Απαρέμφατοταΐσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατάιζαταΐζαμε
Βτάιζεςταΐζατε
Γτάιζετάιζαν & ταΐζαν προφ. & ταΐζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταΐζομαιταϊζόμαστε
Βταΐζεσαιταΐζεστε & ταϊζόσαστε προφ.
Γταΐζεταιταΐζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βταΐζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταΐστηκαταϊστήκαμε
Βταΐστηκεςταϊστήκατε
Γταΐστηκεταΐστηκαν & ταϊστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταϊστώταϊστούμε
Βταϊστείςταϊστείτε
Γταϊστείταϊστούν & ταϊστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βταΐσουταϊστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοταϊστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αταϊζόμουν & ταϊζόμουνα προφ. ταϊζόμασταν & ταϊζόμαστε
Βταϊζόσουν & ταϊζόσουνα προφ. ταϊζόσασταν & ταϊζόσαστε προφ.
Γταϊζόταν & ταϊζότανε προφ. ταΐζονταν & ταϊζόντανε προφ. & ταϊζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήταϊσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ταΐζω ρήμ.

  1. Σδίνω τροφή
  2. Στρέφω2, διατρέφω, συντηρώ2
  3.  προφ. Σδωροδοκώ
  4.  λαϊκ. Στροφοδοτώ: Τάισε τη φωτιά.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.